αβγοτάραχο,
το, ουσ.
[<αβγό + τάριχον (= διατηρημένο σώμα)], το αβγοτάραχο. (στη
γλώσσα της αργκό) η σεξουαλική πράξη, η συνουσία: «πήρε την γκόμενά του και
πήγαν γι’ αβγοτάραχο»·
- είμαστε
αβγοτάραχο, (για ερωτική ή φιλική σχέση) είμαστε πολύ δεμένοι μεταξύ μας:
«εγώ με τη γυναίκα μου είμαστε αβγοτάραχο απ’ την πρώτη μέρα του γάμου μας ||
απ’ τη μέρα που γνωρίστηκα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, είμαστε αβγοτάραχο»·
- τα
κάνω αβγοτάραχο, μπερδεύω, ανακατώνω μια δουλειά ή μια υπόθεση: «σε
φωνάξαμε για να βοηθήσεις κι εσύ μας τα ’κανες αβγοτάραχο». Από την εικόνα της
παρασκευής της ταραμοσαλάτας από το αβγοτάραχο, που θέλει πολύ ανακάτεμα.