κάσα,
η, ουσ.
[<ιταλ. cassa <λατιν. capsa], η κάσα. 1. το φέρετρο: «έβαλαν το
νεκρό στην κάσα του». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή μας έγινε δυο ανάσες και μετά
μας περιμένουνε οι κάσες). 2. το κούφωμα, το ξύλινο πλαίσιο
πόρτας ή παράθυρου: «το διαμέρισμα είναι ακόμη στις κάσες». 3. το
χρηματοκιβώτιο και, κατ’ επέκταση, το ταμείο επιχείρησης: «πήρε όλα τα λεφτά
και τα ’βαλε στην κάσα || σήμερα δεν είχαμε δουλειά κι έμεινε άδεια η κάσα». (Εβραίικο
τραγούδι: να ’χω πεθερό γλεντζέ, να με βάλει αφεντικό στο μαγαζί και στην κάσα
του για να ζήσω σαν αρχοντόπουλο).Συνών. κουτί (1). 4.
(στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) τα χρήματα που υπάρχουν στο ταμείο κατά τη
διάρκεια του παιχνιδιού: «πόσα λεφτά υπάρχουν στην κάσα;». Συνών. αράπης (3β)
/ κουτί (2) / μάνα (3) / μπάνκα (2). 5. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου)
το αρχικό χρηματικό ποσό με το οποίο συμμετέχει ο κάθε παίχτης στο παιχνίδι:
«με τι κάσα αρχίζουμε;». Συνών. μάνα (4) / μπάνκα (3). 6. (γενικά)
τα χρήματα: «μωρέ, όταν υπάρχει κάσα, κάνεις ό,τι θέλεις». 7. (στη
γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ο παίχτης που μοιράζει τα φύλλα και παίζει διαδοχικά
με όλους της παρέας: «ποιος έχει σειρά για κάσα;». 8. (για πρέφα) το
ανώτατο όριο που ορίζεται από τους συμπαίχτες: «τι κάσα θα βάλουμε; || παιδιά,
δεν έχω πολλή ώρα στη διάθεσή μου, γι’ αυτό να μη βάλλουμε μεγάλη κάσα»· βλ.
και λ. γκρανκάσα·
- είμαι
κάσα ή είμαι στην κάσα, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. φρ. κάνω
κάσα·
- θα
γράψεις κάσα, (απειλητικά) θα πάθεις μεγάλο κακό, θα πεθάνεις: «αν σου δώσω
μια μπουνιά, θα γράψεις κάσα»·
- έχω
την κάσα, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου), βλ. συνηθέστ. κάνω κάσα·
-
κάνω κάσα ή κάνω
την κάσα, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) παίζω διαδοχικά εναντίον όλων των
παικτών που κάθονται στο τραπέζι, διευθύνω το παιχνίδι: «ποιος κάνει μετά από
μένα κάσα;»·
- του
άδειασαν την κάσα, του έκλεψαν τα χρήματα που είχε στο χρηματοκιβώτιο ή στο
ταμείο του με τη μέθοδο της διάρρηξης: «πήγαν το βράδυ και του άδειασαν την
κάσα»·
- του
άνοιξαν την κάσα, άνοιξαν το χρηματοκιβώτιό του με τη μέθοδο της διάρρηξης
και του έκλεψαν τα χρήματα που είχε μέσα: «χτες βράδυ του άνοιξαν την κάσα.
αλλά, ευτυχώς, δεν είχε μέσα πολλά λεφτά».