καρφίτσα,
η, ουσ. [καρφί +
κατάλ. -ίτσα], η καρφίτσα. 1. κόσμημα σε μορφή μεγάλης βελόνας, που
χρησιμοποιείται είτε για να συγκρατεί κάτι (το καπέλο) είτε για να διακοσμήσει
τα γυναικεία μαλλιά, το ντεκολτέ γυναικείου φορέματος, το πέτο ή τη γραβάτα:
«της έκανε δώρο μια χρυσή καρφίτσα κι αυτή όλο χαρά την κάρφωσε στο στήθος της ||
είχε καρφιτσωμένη στη γραβάτα του μια ολόχρυση καρφίτσα». 2. παρακρατική
οργάνωση της δεξιάς που έδρασε στα χρόνια ανάμεσα 1955-1966: «η οργάνωση της
καρφίτσας είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των αντιπάλων της». Υποκορ. καρφιτσούλα,
η·
- ακούς
και την καρφίτσα που πέφτει, βλ. φρ. καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την
ακούσεις·
- δεν
πέφτει καρφίτσα, υπάρχει πολύς κόσμος, μεγάλος συνωστισμός: «υπήρχε τόσος
κόσμος μέσα στην αίθουσα, που δεν έπεφτε καρφίτσα || υπήρχε τόσος κόσμος
μαζεμένος στην πλατεία για ν’ ακούσει το λόγο του αρχηγού του κόμματος, που δεν
έπεφτε καρφίτσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. και συνηθέστερα στο τέλος
της φρ. ακολουθεί το κάτω·
-
καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις, επικρατεί απόλυτη ησυχία: «όταν μπαίνει ο δάσκαλος
στην τάξη, καρφίτσα να πέσει κάτω, θα την ακούσεις»·
-
καρφίτσα να ρίξεις, δε θα πέσει, βλ.
φρ. δεν πέφτει καρφίτσα.