καρτέρι,
το, ουσ.
[<καρτερώ (υποχωρητ.)]. 1. η ενέδρα. (Λαϊκό τραγούδι: το καλάμι
της στο χέρι όλη νύχτα στο καρτέρι περιμένει να τσιμπήσει το καλάμι να
κουνήσει). 2. ο τόπος όπου στήνει κανείς την ενέδρα του, ιδίως
περιμένοντας κάποιο θήραμα: «εκείνο το σημείο είναι καλό καρτέρι για
αγριογούρουνα»·
- στήνω
καρτέρι, ενεδρεύω περιμένοντας να φανεί κάποιος άνθρωπος ή κάποιο ζώο για
να επιτεθώ εναντίον τους: «του ’στησαν καρτέρι στο σκοτεινό δρομάκι και τον
πλάκωσαν στο ξύλο || έστησε καρτέρι σ’ ένα στενό πέρασμα και περίμενε, μήπως
και φανεί κανένα αγριογούρουνο». (Λαϊκό τραγούδι: με τη μαύρη του σφεντόνα
στρίβει ο χάρος στη γωνιά, αχ, για πιαστείτε χέρι χέρι να του στήσουμε
καρτέρι κι όποιον πάρει η σφεντονιά, στρίβει ο χάρος στη γωνιά)·
- φυλάω
καρτέρι, παραμονεύω: «καθόταν απ’ το πρωί στη γωνιά και φυλούσε καρτέρι,
για να δει αν θα ’βγαινε η γκόμενά του έξω απ’ το σπίτι της».