καρπούζι,
το, ουσ.
[<τουρκ. karpuz], το καρπούζι. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- άνοιξε
το κεφάλι του σαν καρπούζι, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν
είναι ο γάμος καρπούζι ή ο γάμος δεν είναι καρπούζι, βλ. λ. γάμος·
- δυο
καρπούζια σε μια μασχάλη δε χωράνε, δεν μπορεί κανείς να ασχολείται με
επιτυχία με δυο διαφορετικές δουλειές ταυτόχρονα: «τέλειωσε πρώτα αυτό που
κάνεις και μετά πιάνεις την άλλη δουλειά, γιατί δυο καρπούζια σε μια μασχάλη δε
χωράνε». Πρβλ.: τώρα έχω καταλάβει τι καπνό εσύ τραβάς, δυο καρπούζια σ’ ένα
χέρι θέλεις να κρατάς (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. από ένα πρόβατο, δυο
δέρματα δε βγαίνουν / δεν μπορείς να πατάς σε δυο βάρκες·
- έχει
ένα κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. λ. κεφάλι·
- θα
σε σκάσω (κάτω) σαν καρπούζι ή θα σε σκάσω (κάτω) σαν το καρπούζι, απειλητική
προειδοποίηση σε κάποιον πως θα τον δείρουμε άγρια: «αν ασχοληθείς ξανά με την
προσωπική μου ζωή, θα σε σκάσω σαν καρπούζι». (Δημοτικό τραγούδι: γω του κνω
κι κείνου σκούζ’ θα του σκάσου σαν καρπούζ’)·
-
κόβω το καρπούζι στη μέση, α.
μοιράζω κάτι σε
δυο ίσα μέρη, προκειμένου να δώσω το καθένα από αυτά σε δυο άτομα ή σε δυο
ομάδες ατόμων: «είχε μεγάλη περιουσία και, λίγο πριν πεθάνει, έκοψε το καρπούζι
στη μέση κι έτσι και τα δυο του παιδιά έμειναν ευχαριστημένα». β. (ειδικά
για διαιτητές) είμαι αμερόληπτος στο παιχνίδι που διαιτητεύω: «μετά το τέλος του
αγώνα παίχτες και παράγοντες και των δυο ομάδων έδωσαν συγχαρητήρια στο
διαιτητή, γιατί σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού είχε καταφέρει να κόψει το
καρπούζι στη μέση»·
- μας
τα ’κανες καρπούζια ή
μου τα ’κανες καρπούζια (ενν. τ’ αρχίδια μου), α. με εκνεύρισες
πάρα πολύ με τις συνεχείς ενοχλήσεις σου, ιδίως για ασήμαντα πράγματα, ή με τις
συνεχείς παρεμβάσεις σου πάνω στο θέμα στο οποίο αναφέρομαι: «μην έρχεσαι κάθε
τόσο και μ’ ενοχλείς για ψύλλου πήδημα, γιατί μας τα ’κανες καρπούζια || μην
πετάγεσαι κάθε τόσο στη μέση και με διακόπτεις, ενώ μιλώ, γιατί μου τα ’κανες
καρπούζια». β. με εκνεύρισες πάρα πολύ, ιδίως με την επιμονή σου πάνω
στο ίδιο θέμα, για το οποίο έχω αντίθετη γνώμη, αντίθετη άποψη: «μας τα ’κανες
καρπούζια με την επιμονή σου να ’ρθω μαζί σας στα μπουζούκια, ενώ σου εξήγησα
το λόγο για τον οποίο πρέπει να πάω νωρίς σήμερα στο σπίτι». γ. έγινες
πολύ ενοχλητικός με την γκρίνια σου, με την πολυλογία σου: «σταμάτα, επιτέλους,
αυτή τη φλυαρία σου, ρε παιδάκι μου, γιατί μας τα ’κανες καρπούζια». δ. με
έφερες σε δύσκολη θέση, με ταλαιπώρησες μέχρι να ενδώσεις: «μια χάρη σου ζήτησα
και μέχρι ν’ ανταποκριθείς μου τα ’κανες καρπούζια». Ο πλ. και όταν το άτομο
μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Συνών. μας έπρηξες τ’ αρχίδια / μας τα ’κανες
κουδούνια / μας τα ’κανες μπαρντάκια / μας τα ’πρηξες·
-
μάπα το καρπούζι, βλ. λ. μάπα·
- σκάω
σαν καρπούζι, α. πέφτω ξαφνικά φαρδύς πλατύς: «καθώς έτρεχα να τους
προλάβω, γλίστρησα κι έσκασα σαν καρπούζι μέσα στο δρόμο». β. πέφτω από
κάποιο ύψος και τραυματίζομαι σοβαρά: «έπεσε απ’ την σκαλωσιά κι έσκασε σαν
καρπούζι». Από την εικόνα του καρπουζιού που ανοίγει εντελώς, όταν το αφήσουμε
να πέσει από μικρό ύψος και που το ζουμερό κόκκινο εσωτερικό του εκλαμβάνεται
ως αίμα. Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κάτω·
- τον
έσκασε (κάτω) σαν καρπούζι ή
τον έσκασε (κάτω) σαν το καρπούζι, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε, τον
διέλυσε: «ήθελε να του κάνει το μάγκα, αλλά ο δικός σου τον άρπαξε και τον
έσκασε κάτω σαν καρπούζι»·
- του
άνοιξα το κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. λ. κεφάλι.