καρότο,
το, ουσ.
[<λατιν. carota <μτγν. καρωτόν], το καρότο·
- η
πολιτική του καρότου και του ραβδιού, η
εναλλάξ χρησιμοποίηση δελεαστικών, ελκυστικών προτάσεων ή μέσων και απειλών: «η
Αμερική είναι η πρώτη διδάξασα της πολιτικής του καρότου και του ραβδιού»·
- η
τακτική του καρότου και του μαστίγιου, βλ. φρ. η πολιτική του καρότου
και του ραβδιού·
- τη
βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. παντζάρι.
-
τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα, (ειρωνικά)
το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος πέθανε και το θάψανε: «αυτός που ζητάς
έπεσε απ’ το μπαλκόνι του και τώρα βλέπει τα καρότα ανάποδα». Συνών. τώρα
βλέπει τα ραδίκια ανάποδα ή τώρα βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραδίκια / τώρα
βλέπει τις ρίζες απ’ τα ραπανάκια.