κάρο,
το, ουσ.
[<ιταλ. carro <λατιν. carrum], το κάρο. 1. (υποτιμητικά) άσχημο,
κακοφτιαγμένο άτομο, ιδίως γυναίκα: «μπορεί να πήρε μεγάλη προίκα, αλλά
παντρεύτηκε ένα κάρο που δε βλέπεται». 2. (ειρωνικά) πράγμα που πάλιωσε
από την πολυκαιρία ή την πολλή και συχνή χρήση του και πρέπει να αχρηστευτεί,
ιδίως μηχάνημα ή παλιό αυτοκίνητο: «άντε επιτέλους, πέτα το αυτό το κάρο μη
σκοτωθείς, και πήγαινε ν’ αγοράσεις κανένα αυτοκίνητο της προκοπής!».
(Ακολουθούν 11 φρ.)·
- ακούω
όσα σέρνει το κάρο, δέχομαι αυστηρές επιπλήξεις, με κατσαδιάζουν: «κάθε
φορά που επιστρέφω αργά το βράδυ στο σπίτι, ακούω όσα σέρνει το κάρο απ’ τον
πατέρα μου». Συνών. ακούω τα εξ αμάξης / ακούω τον αναβαλλόμενο / ακούω τον
Απόστολο / ακούω τον εξάψαλμο·
- άλλο
κάρο με πατάτες! ειρωνική έκφραση για ανάξιο, για τιποτένιο άτομο, που
απουσιάζει από την ομήγυρη και αναφέρει κάποιος το όνομά του: «χτες βράδυ ήταν
και ο τάδε στη συγκέντρωση. -Άλλο κάρο με πατάτες!»·
- βάζει
το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ
ανόητο, πολύ κουτό, πολύ βλάκας: «μην τον εμπιστεύεσαι στο παραμικρό, γιατί
αυτός ο άνθρωπος βάζει το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο»·
- ένα
κάρο λεφτά, πάρα πολλά χρήματα: «πήγε κι έδωσε ένα κάρο λεφτά για να της
αγοράσει μια γούνα»·
- ένα
κάρο φορές, πάρα πολλές φορές: «σου το ’χω πει ένα κάρο φορές να μην κάνεις
φασαρία αλλά εσύ το δικό σου!»·
- έχει
ένα κάρο λεφτά, είναι πολύ πλούσιος: «αυτόν τον ψηλό που βλέπεις, έχει ένα
κάρο λεφτά και κάθε βράδυ γυρνάει στα μπουζουκτσίδικα»·
- κάρο
με πατάτες, έκφραση που αναφέρεται σε ανάξιο, σε τιποτένιο άτομο: «μη
γελάς, γιατί κι εσύ ’σαι κάρο με πατάτες»·
- κάρο
σκουπιδιάρικο, βλ. συνηθέστ. κάρο της Δημαρχίας. (Λαϊκό τραγούδι: σαν
αποθάνω, φίλε μου, έρχετ’ η αστυνομία· με κάρο σκουπιδιάρικο μου κάνουν
την κηδεία)·
- κάρο
της Δημαρχίας, α. η σκουπιδιάρα, το σκουπιδιάρικο: «κάθε πρωί
περνούσε το κάρο της Δημαρχίας και μάζευε τα σκουπίδια». Από το ότι προπολεμικά
οι δήμοι χρησιμοποιούσαν ως απορριμματοφόρα κάρα που τα έσερναν άλογα. Πρβλ.: κι
ένα πρωί στην πόρτα σου θα μ’ έβρει ο σκουπιδιάρης· δε θα σου ζητιανεύω πια,
στο κάρο θα με βάλεις (Λαϊκό τραγούδι). β. άτομο εντελώς ανάξιο,
ασήμαντο, τιποτένιο: «άντε, ρε κάρο της Δημαρχίας, πάρε δρόμο απ’ την παρέα
μας!». Κατά τη δεκαετία του 1950 και μέχρι τις αρχές του 1960, αλλά και
αργότερα, υπήρχε η μόδα ανάμεσα στα παιδιά και στους μαθητές να κρατούν Λεύκωμα,
που ήταν ένα κομψό σημειωματάριο με τυπωμένες στερεότυπες ερωτήσεις, στις
οποίες έπρεπε να απαντήσει γραπτά και να υπογράψει τις απαντήσεις του αυτός
στον οποίο δινόταν το Λεύκωμα από τον κάτοχό του. Μια από τις πιο
συνηθισμένες ερωτήσεις, ιδίως στο τέλος του Λευκώματος, ήταν: τι εστί
Λεύκωμα; Η πιο συνηθισμένη απάντηση από ότι θυμάμαι ήταν: Λεύκωμα εστί
κάρο της Δημαρχίας, όπου εκεί μαζεύονται τα χάλια της φιλίας·
- μηχανικός
στα κάρα, βλ. λ. μηχανικός·
- του
’συρε όσα σέρνει το κάρο, τον
έβρισε χυδαιότατα, τον επέπληξε αυστηρότατα: «τον έπιασε ο διευθυντής του να
κάνει κοπάνα και του ’συρε όσα σέρνει το κάρο». Συνών. του ’συρε όσα σέρνει
η σκούπα / του ’συρε τα εξ αμάξης / του ’ψαλε τον αναβαλλόμενο / του ’ψαλε τον
Απόστολο / του ’ψαλε τον εξάψαλμο.