καρκίνος,
ο, ουσ.
[<αρχ. καρκίνος], ο καρκίνος· το καρκίνωμα (βλ. λ.)·
- βγάζω
καρκίνο ή βγάζω τον καρκίνο, α. ταλαιπωρούμαι αφόρητα από την
αργή κίνηση κάποιου μεταφορικού μέσου στο οποίο επιβαίνω: «ήταν τόσο
προσεκτικός ο οδηγός που, μέχρι να φτάσουμε, βγάλαμε καρκίνο». β.
υποφέρω από την πίεση που νιώθω από κάποιο πρόσωπο ή κατάσταση: «έβγαλα τον
καρκίνο μέχρι ν’ απαλλαγώ απ’ την παρουσία του || έβγαλα τον καρκίνο μέχρι να
ξεχρεώσω το δάνειο που πήρα απ’ την τράπεζα»·
-
είναι σκέτος καρκίνος, είναι
πολύ στρυφνός, πολύ κουραστικός, πολύ ανάποδος, πολύ ανυπόφορος άνθρωπος: «μην
ξεγελαστείς και κάνεις καμιά δουλειά μαζί του, γιατί είναι σκέτος καρκίνος».