καρεκλοπόδαρο,
το, ουσ.
[<καρέκλα + ποδάρι], καθένα από τα τέσσερα πόδια μιας καρέκλας: «έσπασε το
ένα της καρεκλοπόδαρο κι αχρηστεύτηκε ολόκληρη καρέκλα»·
- βρέχει
καρεκλοπόδαρα, βλ. συνηθέστ. ρίχνει καρεκλοπόδαρα·
- πετάει
καρεκλοπόδαρα, λέει μεγάλες ανοησίες, μεγάλες βλακείες: «κάθε φορά που
ανοίγει το στόμα του, πετάει καρεκλοπόδαρα». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται
από χειρονομία με τα χέρια να προσπαθούν να προφυλάξουν το κεφάλι από
υποτιθέμενα καρεκλοπόδαρα που εκσφενδονίζονται εναντίον του·
- ρίχνει
καρεκλοπόδαρα, βρέχει ραγδαία: «όλο τ’ απόγευμα ήμουν κλεισμένος στο σπίτι,
γιατί έξω έριχνε καρεκλοπόδαρα».