καρέκλα,
η, ουσ.
[<βενετ. charegla <λατιν. cathedra <αρχ. καθέδρα], η καρέκλα. 1.
πολιτική ή δημόσια διοικητική θέση, ιδίως ανώτερη ή ανώτατη: «όλοι σήμερα για
την καρέκλα νοιάζονται». 2. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) το κάθισμα τσόπερ
μοτοσικλέτας: «για δες καρέκλα ο τύπος στη μοτοσικλέτα του!». Από την εικόνα
του αναβάτη τσόπερ μηχανής που λόγω της κατασκευής της κάθεται με μεγάλη άνεση
σε αντιδιαστολή με άλλες μοτοσικλέτες στις οποίες ο αναβάτης γέρνει μπροστά
στηριζόμενος στο τιμόνι τους. Υποκορ. καρεκλίτσα, η κ. καρεκλούλα, η κ.
καρεκλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- αγκάθια
έχει η καρέκλα σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια
έχει η καρέκλα του, βλ. λ. αγκάθι·
- βελόνες
έχει η καρέκλα σου; βλ. λ. βελόνι·
- βελόνες
έχει η καρέκλα του, βλ. λ. βελόνι·
- δάσκαλος
από δώδεκα καρέκλες, βλ. λ. δάσκαλος·
- δεν
μπορεί κανείς να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του, κανένας δεν έχει τη
δυνατότητα να απομακρύνει από την πολιτική ή τη δημόσια διοικητική θέση που
κατέχει το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «τον υπουργό οικονομικών δεν
μπορεί κανείς να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του || είναι προσωπικός φίλος του
τάδε υπουργού και δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ την καρέκλα του»· βλ.
και φρ. δεν μπορεί κανένας να τον κουνήσει απ’ τη θέση του·
-
έχει αγκάθια η καρέκλα του, βλ. λ. αγκάθι·
-
έχει βελόνες η καρέκλα του, βλ. λ. βελόνι·
-
έχει καρφιά η καρέκλα του, βλ. λ. καρφί·
-
ηλεκτρική καρέκλα, λέγεται
για οποιαδήποτε διοικητική θέση που λόγω της ιδιαιτερότητας, των δυσκολιών ή
των προβλημάτων που παρουσιάζει, αναγκάζει συχνά αυτούς που την αναλαμβάνουν να
παραιτούνται, ή να αντικαθίστανται από αυτούς που τους διόρισαν: «το υπουργείο
Παιδείας είναι σωστή ηλεκτρική καρέκλα, γιατί οι υπουργοί, πριν προσφέρουν
κάποια σοβαρή υπηρεσία, φεύγουν κάτω απ’ το βάρος των προβλημάτων της
εκπαίδευσης». Αναφορά στη μέθοδο της θανατικής εκτέλεσης με ηλεκτροπληξία, που
εφαρμόζεται στις Ενωμένες Πολιτείες της Αμερικής·
- ηλεκτρική
καρέκλα που σε περιμένει! λέγεται σε περίπτωση που προειδοποιούμε
απειλητικά κάποιον για επικείμενη σκληρή τιμωρία του: «πάνε στο σπίτι και να
δεις ηλεκτρική καρέκλα που σε περιμένει απ’ τον πατέρα σου!»·
- ηλεκτρική
καρέκλα που σου χρειάζεται! πρέπει να τιμωρηθείς σκληρά, παραδειγματικά:
«ηλεκτρική καρέκλα που σου χρειάζεται γι’ αυτά σου τα καμώματα!»·
- κάθεσαι
καλά στην καρέκλα; βλ. φρ. κάθεσαι καλά; βλ. λ. καλός·
- κάθεται
σε δυο καρέκλες, κατέχει ταυτόχρονα δυο δημόσιες διοικητικές θέσεις: «είναι
φανατικός υποστηρικτής του κόμματος και κάθεται σε δυο καρέκλες, χωρίς να
μπορεί κανείς να τον κουνήσει»·
- καρφιά
έχει η καρέκλα σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά
έχει η καρέκλα του, βλ. λ. καρφί·
- πιάνω
την καρέκλα, καταλαμβάνω μια δημόσια διοικητική θέση: «μόλις ανέβηκε το
τάδε κόμμα στην εξουσία, έπιασαν όλες τις καρέκλες οι πρώην αφισοκολλητές του»·
- τον
κάθισα στην καρέκλα, βλ. συνηθέστ. τον κάθισα στο σκαμνί, λ. σκαμνί·
- του
ζεσταίνει την καρέκλα, ενεργεί κατάλληλα, ώστε να εξασφαλίσει σε κάποιον
μια εργασιακή ή μια δημόσια διοικητική θέση: «από τώρα του ζεσταίνει την
καρέκλα ο πατέρας του για ν’ αναλάβει τη διεύθυνση του εργοστασίου, όταν αυτός
αποχωρήσει || ο πατέρας του είναι τόσο κομματόσκυλο, που από τώρα του ζεσταίνει
την καρέκλα για μια δημόσια επιχείρηση, μόλις πάρει το δίπλωμά του»·
- τρίζει
η καρέκλα του, κινδυνεύει να χάσει την πολιτική ή τη δημόσια διοικητική
θέση που κατέχει: «τρίζει η καρέκλα του τάδε υπουργού μετά την αποκάλυψη των
οικονομικών σκανδάλων στο υπουργείο του».