καρέ,
το, άκλ. ουσ.
[<γαλλ. carré], το καρέ. 1. άνοιγμα του γυναικείου φορέματος στο
λαιμό, συνήθως ορθογώνιο, το ντεκολτέ: «το πλούσιο στήθος της ξεχώριζε απ’ το
καρέ της». 2. τρόπος γυναικείου κουρέματος που τα μαλλιά που πέφτουν
πάνω στο μέτωπο έχουν εντελώς ίσιο κόψιμο: «την είδες με το καινούργιο καρέ;». 3.
κέντημα, συνήθως σε τετράγωνο σχήμα που τοποθετείται σε τραπέζι: «η μητέρα
άπλωσε στο τραπέζι το καινούριο καρέ που κέντησε». 4. το σαλόνι ή η
τραπεζαρία πλοίου, στην οποία συχνάζουν μόνο αξιωματικοί: «ο δεύτερος μηχανικός
ήταν στο καρέ κι έπινε το καφεδάκι του». 5α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου)
ομάδα από τέσσερις ή και περισσότερους παίχτες: «σε πιο καρέ παίζει ο τάδε;». β.
η περίπτωση που ο παίχτης έχει τέσσερα ίδια φύλλα στα χέρια του: «καρέ της
ντάμας || καρέ του άσου». 6. (στη γλώσσα της αργκό) η περιοχή, ο χώρος
δραστηριότητας μια ομάδας ανθρώπων με τα ίδια ενδιαφέροντα νόμιμα ή παράνομα:
«από μικρός μπήκε στο καρέ της παρανομίας». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας
στον Βοτανικό πι και φι ξηγιέται στο λεφτό, στα μπουζούκια και στα καμπαρέ και
μες στο ρεμπέτικο καρέ). 7. στον πλ. τα καρέ, (στη
γλώσσα του ποδοσφαίρου) η μικρή και η μεγάλη περιοχή της κάθε ομάδας: «κατά το
χτύπημα του κόρνερ, όλοι οι παίχτες είχαν μαζευτεί στα καρέ της ομάδας μας». (Λαϊκό
τραγούδι: σαν κούρσες τρέχουνε οι κυνηγοί στο δρόμο και μες στα ξένα τα καρέ
σκορπάν τον τρόμο. Μα και στην άμυνα είσαι κέρβερος σωστός, να, ποιος είναι
ο Παναθηναϊκός).Υποκορ. καρεδάκι, το (βλ. λ.)·
- βαθύ
καρέ, μεγάλο ντεκολτέ: «είχε τόσο βαθύ καρέ, που σχεδόν όλο το στήθος της
ήταν απέξω»·
- κάνω
καρέ, α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) συγκεντρώνω τέσσερα όμοια
φύλλα στα χέρια μου: «σ’ όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού δεν έκανα καρέ». β.
συγκεντρώνω τέσσερις ή και περισσότερους παίχτες για να παίξουμε: «έκανα καρέ
για πόκα»·
- καρέ
καρέ, αναλυτικά, διεξοδικά: «άρχισε καρέ καρέ να ελέγχει όλη την υπόθεση».
Αναφορά στο καθένα από τα τετράγωνα κομμάτια με εικόνα, από τα οποία
αποτελείται το κινηματογραφικό φιλμ·
- στρώνω
(ένα) καρέ, (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) συγκεντρώνω τέσσερις ή και
περισσότερους παίχτες για να παίξουμε: «άιντε παιδιά, ελάτε να στρώσουμε ένα
καρέ»·
- συμπληρώθηκε
το καρέ, α. λέγεται ειρωνικά, όταν σε μια ομάδα παρανόμων προστεθεί
ακόμα ένας αναγνωρισμένος παράνομος. β. λέγεται με ειρωνεία ή με
δυσφορία, όταν σε μια φιλική ομάδα προσκολληθεί κάποιος ανεπιθύμητος. Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- τους
κλείσαμε στα καρέ τους, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λόγω του επιθετικού
μας παιχνιδιού υποχρεώσαμε τους αντιπάλους μας να αποκρούουν συνέχεια μπροστά
από την εστία τους τις επιθετικές μας ενέργειες: «απ’ την αρχή του παιχνιδιού
τους κλείσαμε στα καρέ τους, αλλά δεν μπορέσαμε να πετύχουμε ούτε ένα γκολ»·
- τους
παίζαμε στα καρέ τους, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. τους
κλείσαμε στα καρέ τους·
- τους
στριμώξαμε στα καρέ τους, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. φρ. τους
κλείσαμε στα καρέ τους.