καρδούλα
κ. καρδουλίτσα,
η, ουσ. [υποκορ. του ουσ. καρδιά], η καρδούλα. 1. διακοσμητικό
σχέδιο σε σχήμα καρδιάς: «χάραξε μια καρδούλα στον κορμό ενός δέντρου». 2.
κόσμημα σε σχήμα καρδιάς: «μόλις της χάρισε την καρδούλα, την κρέμασε στο λαιμό
της»·
- η
καρδούλα μου το ξέρει, μόνο εγώ, που την έζησα την κατάσταση, μπορώ να σου
την περιγράψω, να σου την παρουσιάσω σε όλη της τη διάσταση: «φοβήθηκες πολύ,
όταν τουμπάρατε με τ’ αυτοκίνητο; -Η καρδούλα μου το ξέρει || η καρδούλα μου το
ξέρει πόσο πολύ κουράστηκα να χτίσω αυτό το σπίτι»·
- καρδούλα
μου! προσφώνηση αγάπης σε αγαπημένο μας πρόσωπο με την έννοια αγαπούλα
μου(!): «τι έχεις, καρδούλα μου, και κλαις!»·
- με
καρδούλες και καραβάκια, συνήθως ακολουθεί την έκφραση αφιερωμένο
εξαιρετικά, βλ. λ. αφιερωμένος·
- το
λέει η καρδούλα του, είναι ανδρείος, τολμηρός, άφοβος: «σε κάθε επικίνδυνη
δουλειά παίρνει τον τάδε, που το λέει η καρδούλα του».