κάρβουνο,
το, ουσ.
[<μσν. κάρβουνον <κάρβων <λατιν. carbo], το κάρβουνο· ειδικό μολύβι
από άνθρακα που χρησιμοποιούν οι σχεδιαστές ή οι ζωγράφοι, καθώς και αυτό το
σχέδιο που γίνεται από αυτό το μολύβι: «σχεδίασε το πορτρέτο μου με κάρβουνο ||
πόσο τιμάται αυτό το κάρβουνο;». (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αναμμένο
κάρβουνο, σοβαρό πρόβλημα, δύσκολη υπόθεση: «δεν ανέχομαι άλλο, κάθε
αναμμένο κάρβουνο που αντιμετωπίζετε να το φορτώνεται στις πλάτες μου»·
- έγιναν
όλα κάρβουνο, κατακάηκαν, απανθρακώθηκαν τα πάντα, επήλθε ολοσχερής
καταστροφή μετά από πυρκαγιά: «πήρε το σπίτι του φωτιά κι έγιναν όλα κάρβουνο»·
- έγινε
κάρβουνο, α. (για πρόσωπα ή δάση) απανθρακώθηκε: «ο δασοπυροσβέστης
τυλίχτηκε στις φλόγες κι έγινε κάρβουνο || από ένα παλιοτσίγαρο έγινε κάρβουνο
το δάσος». β. (για ερωτευμένους) έλιωσε από ερωτικό πόθο: «μ’ ένα της
φιλί έγινε κάρβουνο ο δικός σου». γ. (για φαγητά) κάηκε ολοσχερώς:
«ξεχάστηκε μπροστά στην τηλεόραση κι έγινε κάρβουνο τ’ αρνάκι που είχε στο
φούρνο»·
- εδώ
σε θέλω κάβουρα, να περπατάς στα κάρβουνα, βλ. λ. κάβουρας·
- είναι
για κάρβουνα ή είναι για τα κάρβουνα ή είναι για κάρβουνο, (για
τροφές) μπορεί ή πρέπει να ψηθεί στα κάρβουνα: «τα παϊδάκια είναι για κάρβουνα,
ενώ οι κουτσουμούρες είναι για τηγάνι»·
- κάθομαι
στα κάρβουνα ή κάθομαι σ’ αναμμένα κάρβουνα, έχω μεγάλη αγωνία,
ανησυχία, αδημονώ για κάτι: «έμαθε πως πήρε άδεια ο γιος του, και κάθεται σ’
αναμμένα κάρβουνα, μέχρι να ’ρθει να τον σφίξει στην αγκαλιά του». (Τραγούδι: αχ,
Γκράτσι, να μη σε δω Γκράτσι, γιατί σε κάρβουνα αναμμένα έχω κάτσει)·
- κάνω
κάρβουνο, α. (για πρόσωπα ή για δάση) απανθρακώνω: «η φωτιά έκανε
κάρβουνο τους θαμώνες του κέντρου || η πυρκαγιά έκανε κάρβουνο το δάσος». β.
(για ερωτευμένους) λιώνω από ερωτικό πόθο: «με μια της ματιά έκανε κάρβουνο
το φίλο σου». (Δημοτικό τραγούδι: να κι αν μ’ είδανε κι αν δε μ’ είδανε ’γω
δε νοιάζουμαι και δε σκιάζουμαι είμαι η Κανελιά και με δυο φιλιά κάρβουνο
κάνω το Λια). γ. (για φαγητά) καίω ολοσχερώς: «ξεχάστηκε στο
τηλέφωνο, που μιλούσε με τη φιλενάδα της, κι έκανε κάρβουνο το φαγητό που
μαγείρευε»·
- κάρβουνο
να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, είδος ευχής. Συνών. σκατά να πιάνεις,
χρυσάφι να γίνεται·
- κάρβουνο
πιάνει, χρυσάφι γίνεται, είναι πολύ ικανός ή πολύ τυχερός στις διάφορες
επιχειρηματικές του δραστηριότητες: «πάω να τρελαθώ μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί
κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται». Συνών. σκατά πιάνει, χρυσάφι γίνεται·
- καυτό
κάρβουνο, βλ. συνηθέστ. αναμμένο κάρβουνο·
- μ’
άφησε σ’ αναμμένα κάρβουνα, με άφησε σε μεγάλη αγωνία: «δε μου ’πε τίποτα
για το δυστύχημα που έγινε και μ’ άφησε σ’ αναμμένα κάρβουνα, γιατί στο
λεωφορείο μέσα ήταν κι ο γιος μου»·
- να
καούν τα κάρβουνα! έκφραση αδιαφορίας για όσα άσχημα μπορεί να συμβαίνουν
γύρω· λέγεται σε στιγμές μεγάλου κεφιού·
- πατώ
σ’ αναμμένα κάρβουνα, αντιμετωπίζω πολύ δύσκολη κατάσταση: «δεν πήγε καλά η
τελευταία δουλειά που έκανα και πατώ σ’ αναμμένα κάρβουνα»·
- πού
πας ξυπόλυτος στα κάρβουνα! βλ. συνηθέστ. πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια!
λ. αγκάθι·
-
ρίχνω κάρβουνα στη φωτιά, βλ.
συνηθέστ. ρίχνω
λάδι στη φωτιά, λ.
λάδι·
- τι
θες καημένε κάβουρα να περπατάς στα κάρβουνα; βλ. λ. κάβουρας·
- χρυσάφι
να πιάνεις, κάρβουνο να γίνεται, είδος κατάρας·
- χρυσάφι
πιάνει, κάρβουνο γίνεται, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, από
ανικανότητα ή από ατυχία καταστρέφει οικονομικά ακόμη και την πιο κερδοφόρα
δουλειά με την οποία καταπιάνεται: «είναι πολύ γκαντέμης άνθρωπος, γιατί
χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται». Πρβλ. άνθρακες ο θησαυρός.