καρβέλι,
το, ουσ.
[<μσν. γαρβέλιν <ίσως ιταλ. caravella ή σλαβ. karvalj <korvalj], το
καρβέλι. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- βγάζω
το καρβέλι, βλ. φρ. βγαίνει το καρβέλι·
- βγαίνει
το καρβέλι, εξοικονομώ τα απολύτως απαραίτητα για τη συντήρησή μου: «με την
αναδουλειά που πλάκωσε τον τελευταίο καιρό, μόλις που βγαίνει το καρβέλι».
Συνών. βγαίνει η κουραμάνα / βγαίνει η μαμαλίγκα / βγαίνει η μαρμίτα /
βγαίνει η φασουλάδα / βγαίνει ο άρτος ο επιούσιος / βγαίνει ο επιούσιος /
βγαίνει ο τραχανάς / βγαίνει το καθημερινό / βγαίνει το ξεροκόμματο / βγαίνει
το ψωμί / βγαίνει το ψωμοτύρι / βγαίνουν τα ραφτικά / βγαίνουν τα ψαλτικά·
- για
ένα καρβέλι ψωμί, βλ. συνηθέστ. για ένα κομμάτι ψωμί, λ. κομμάτι·
- δουλεύει
για το καρβέλι, δουλεύει για να εξοικονομήσει τα απαραίτητα για τη
συντήρησή του: «κάποτε είχε μεγάλα όνειρα στη ζωή του, αλλά κατάντησε να
δουλεύει για το καρβέλι». (Λαϊκό τραγούδι: η συνοικία μου δεν είναι πλούσια·
δουλεύει ο κόσμος της για το καρβέλι κι όταν έρχονται τα κυριακάτικα τα
μεροκάματα γλεντάνε όπου θέλει)·
- είναι
λίγα τα καρβέλια του ή λίγα είναι τα καρβέλια του, βλ. φρ. τα
’φαγε τα καρβέλια του·
- έφαγε
τα καρβέλια του, βλ. φρ. τα ’φαγε τα καρβέλια του·
- έχω
να φάω ακόμα καρβέλια ή
έχω να φάω πολλά καρβέλια ακόμα, βλ. φρ. έχω να φάω ακόμα ψωμιά, λ.
ψωμί·
- θα
φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να…, θα
αργήσει πολύ ακόμα για να πετύχει κάτι, γιατί πρέπει να κάνει ή να μάθει ακόμα
πολλά: «πες του πως θα φάει πολλά καρβέλια ακόμα, για να γίνει ο επιστήμονας
που ονειρεύεται». Συνών. θα φάει πολλά ψωμιά ακόμα, για να(…)·
- ο
νηστικός καρβέλια ονειρεύεται, α. ο καθένας σκέφτεται, ποθεί να
γίνει ή να αποκτήσει αυτό που επιθυμεί πάρα πολύ: «ε ρε, και να μπορούσα ν’
αγόραζα κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο! -Ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται». β.
λέγεται και στην περίπτωση που επιθυμούμε πολύ μια γυναίκα που μας είναι
αδύνατο να την κατακτήσουμε. Συνών. η αλεπού με το νου της κοκόρια
μαγειρεύει / η αλεπού στον ύπνο της κοτόπουλα ονειρεύεται / όποιος διψάει,
πηγάδια βλέπει·
- ο
πεινασμένος καρβέλια ονειρεύεται, βλ. φρ. ο νηστικός καρβέλια
ονειρεύεται·
- όλα
τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη·
- όλα
τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει, βλ. λ. πινακωτή·
- όποιος
πεινάει, καρβέλια ονειρεύεται, βλ. φρ. ο νηστικός καρβέλια ονειρεύεται·
-
σώθηκαν τα καρβέλια του, βλ.
φρ. τα ’φαγε τα καρβέλια του·
- τα
’φαγε τα καρβέλια του, α.
(για πρόσωπα)
βρίσκεται στα τελευταία της ζωής του, είναι ετοιμοθάνατο: «τα ’φαγε τα καρβέλια
του ο παππούς μας κι όπου να ’ναι παραδίνει». β. (για μηχανήματα)
βρίσκεται στα τελευταία της λειτουργίας του, λόγω της πολυχρησίας που του
έγινε: «σκέφτομαι ν’ αλλάξω αυτοκίνητο, γιατί αυτό που έχω τα ’φαγε τα καρβέλια
του»·
-
τρέχω για το καρβέλι, αγωνίζομαι
για το καθημερινό φαγητό μου και, κατ’ επέκταση, ζω φτωχικά: «άλλοι μπορούν να
κάνουν έξοδα, εγώ όμως δεν μπορώ να κάνω, γιατί τρέχω για το καρβέλι». Συνών. τρέχω
για τη μαμαλίγκα / τρέχω για τη μαρμίτα / τρέχω για τη φασουλάδα / τρέχω για
την κουραμάνα / τρέχω για το καθημερινό / τρέχω για το ξεροκόμματο / τρέχω για
το ψωμί / τρέχω για το ψωμοτύρι / τρέχω για τον άρτον τον επιούσιον / τρέχω για
τον επιούσιο.