καράτι,
το, ουσ.
[<ιταλ. carato <λατιν. carratus <ελλ. κεράτιον (= κουκούτσι
χαρουπιού)], το καράτι· μονάδα υπολογισμού της αξίας ενός ανθρώπου, ιδίως ενός
άντρα ως προς το χαρακτήρα, τη γενναιότητα και γενικά τη συμπεριφορά. Όσο πιο
πολλά καράτια αναφέρονται, τόσο πιο πολύ αξίζει ο άντρας για τον οποίο γίνεται
λόγος: «γνώρισα έναν τύπο που είναι αμέτρητα καράτια». (Λαϊκό τραγούδι: άντρα
εκατό καράτια πώς τον έκανες κομμάτια)·
- άνθρωπος
είκοσι τεσσάρων καρατίων, βλ. λ. άνθρωπος·
- είμαι
στα καράτια μου ή έρχομαι στα καράτια μου ή φτάνω στα καράτια μου,
βλ. λ. συνηθέστ. είμαι στα γράδα μου, λ. γράδα.