καράς,
ο, ουσ.
[<τουρκ. kara (= μαύρος)]. 1. το μαύρο
άλογο: «καβάλησε τον καρά του και χύθηκε σαν τον άνεμο μέσα στην πεδιάδα». 2.
αυτός που είναι κακόμοιρος, κακομοίρης, φουκαράς: «βρε, τον καρά, ζημιά που
έπαθε!»· βλ. και λ. μαύρος (1α, β)·
- αυτά
είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, λέγεται ειρωνικά για άτομο
που πέθανε πριν προλάβει να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του: «σχεδίαζε να
επεκτείνει τη δουλειά του κι ετοίμαζε εξαγωγές προς τις αραβικές χώρες, όμως,
αυτά είπε ο καράς και τίναξε τα πέταλα ο φουκαράς, γιατί τον πρόλαβε ο
θάνατος».