καραούλι,
το, ουσ. [ίσως
από το σλαβ. karaul]. 1. η σκοπιά, η φρουρά:
«ποιος έχει σειρά να πάει στο καραούλι;». 2. ο σκοπός, ο φρουρός: «ποιος
είναι καραούλι αυτή την ώρα;». (Δημοτικό τραγούδι: μαύρη ζωή που κάνουμε
εμείς οι μαύροι κλέφτες! Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε ολημερίς
στον πόλεμο, τη νύχτα καραούλι).3α. (στη γλώσσα της
αργκό) το άτομο που προσέχει από θέση από την οποία δε γίνεται αντιληπτό μήπως
έρθει κάποιος ή κάποιοι που δε θα έπρεπε να δει ή να δουν μια κρυφή ή παράνομη
ενέργεια ή πράξη, και που είναι επιφορτισμένο να ειδοποιήσει τους ενδιαφερομένους
για να προφυλαχτούν. Συνήθως σε αυτή την περίπτωση το άτομο αυτό μιμείται τη
φωνή της κουκουβάγιας ή αναβοσβήνει συνθηματικά κάποιο φακό ή, αν βρίσκεται
πολύ κοντά, τους ειδοποιεί με τη συνθηματική λέξη σύρμα! (βλ. λ.): «την
ώρα που θα μπουκάρουμε στο μαγαζί, εσύ θα ’σαι καραούλι». β. η θέση, το
παρατηρητήριο, όπου κάθεται το άτομο αυτό: «ποιος θα καθίσει στο καραούλι;». γ.
η αποστολή, το έργο του ατόμου αυτού: «πρέπει να βάλεις κανέναν ξύπνιο, γιατί
δεν είναι εύκολη δουλειά το καραούλι»·
- κρατώ
καραούλι, βλ. συνηθέστ. κρατώ τσίλιες, λ. τσίλια·
- στήνω
καραούλι, ενεδρεύω: «του ’στησαν καραούλι σ’ ένα στενό και τον σακάτεψαν
στο ξύλο»·
- φυλάω
καραούλι, βρίσκομαι στη σκοπιά μου, είμαι σκοπός: «όση ώρα φυλούσα καραούλι,
δεν πέρασε κανείς».