καραβοκύρης,
ο, πλ. καραβοκύρηδες
κ. καραβοκυραίοι, οι, θηλ. καραβοκύρισσα, η, ουσ. [<μσν.
καραβοκύρης], ο ιδιοκτήτης ή ο καπετάνιος καραβιού: «είναι χρόνια μέσ’ στη
θάλασσα κι έχει αναδειχθεί σ’ έναν απ’ τους πιο άξιους καραβοκύρηδες || οι πιο
πολλοί καραβοκυραίοι βοήθησαν το Γένος με τα καράβια τους στην εξέγερση του
1821»·
- ο
καλός καραβοκύρης στην ανεμοζάλη φαίνεται, η ικανότητα ενός ανθρώπου
φαίνεται στις δύσκολες περιστάσεις: «την αξιοσύνη σου τώρα θα τη δείξεις που
δυσκόλεψαν τα πράγματα, γιατί ο καλός καραβοκύρης στην ανεμοζάλη φαίνεται».
Πολλές φορές, λέγεται για να δώσει κανείς κουράγιο σε κάποιον που περνάει μια
δύσκολη κατάσταση. Συνών. ο καλός ο καπετάνιος στη φουρτούνα φαίνεται·
- τι
ωφελεί ο καλός καραβοκύρης, σαν δεν έχει καλούς ναύτες; δεν αρκεί μόνο να είναι κανείς καλός
επιχειρηματίας, άξιος αρχηγός για να πετύχει, αλλά πρέπει να έχει και καλό
προσωπικό, ικανούς οπαδούς: «για να προκόψει η δουλειά πρέπει να είναι όλοι
ευσυνείδητοι κι εργατικοί, γιατί, τι ωφελεί ο καλός καραβοκύρης, σαν δεν έχει
καλούς ναύτες;»· βλ. και φρ. ένας κούκος δε φέρνει την άνοιξη, λ.
κούκος.