καράβι,
το, ουσ.
[<μσν. καράβιν <καράβιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κάραβος], το καράβι, το
βαπόρι, το πλοίο: «η τάδε εταιρεία διαθέτει στη γραμμή Πειραιά-Κρήτη πέντε
καράβια». (Λαϊκό τραγούδι: άντε, σαν πεθάνω στο καράβι, ρίξτε με μες
στο γιαλό, να με φάνε τα μαύρα τα ψάρια και το αρμυρό νερό). Υποκορ. καραβάκι,
το. (Λαϊκό τραγούδι: άσπρα, κόκκινα, κίτρινα μπλε καραβάκια στο
Αιγαίο δε με παίρνετε καλέ). (Ακολουθούν 28 φρ.)·
- αργοκίνητο
καράβι, α. (για πρόσωπα) που προχωρεί με αργά βήματα, που είναι
δυσκίνητος, αργοκίνητος: «είχαμε στην παρέα μας κι ένα αργοκίνητο καράβι, που
κάθε τόσο σταματούσαμε και τον περιμέναμε να μας φτάσει». β. (γενικά για
τροχοφόρα) που κινείται αργά: «το λεωφορείο πήγαινε σαν αργοκίνητο καράβι»·
- βούλιαξαν
τα καράβια σου; ή τα καράβια σου βούλιαξαν; βλ. φρ. έπεσαν έξω τα
καράβια σου(;)·
- εδώ
καράβια χάνονται, συγκοπή των αμέσως παρακάτω δύο φράσεων. (Λαϊκό τραγούδι:
άσε με, πια, αγόρι μου, και τράβα στη δουλειά σου, εδώ καράβια χάνονται κι
εσύ με τα δικά σου)·
- εδώ
καράβια χάνονται, βαρκούλες μου που πάτε; ή εδώ καράβια χάνονται,
βαρκούλες τι ζητάτε; λέγεται ειρωνικά σε ανθρώπους που, ενώ δεν έχουν τις
απαιτούμενες δυνατότητες ή τα απαραίτητα προσόντα, καταπιάνονται με δύσκολες ή
μεγάλες υποθέσεις, όπου αποτυχαίνουν και οι ικανοί·
- εδώ
καράβια χάνονται κι αλλού βαρκούλες αρμενίζουν, λέγεται ειρωνικά ή
επιτιμητικά για ανθρώπους που, ενώ υπάρχουν σπουδαία προβλήματα που απαιτούν
άμεση λύση, αυτοί ασχολούνται με πράγματα επουσιώδη και ανόητα·
- εδώ
καράβια χάνονται, παλιόβαρκες πού πάτε; βλ. φρ. εδώ καράβια χάνονται,
βαρκούλες μου πού πάτε(;)·
- είναι
για τα καράβια, είναι άσχετος με μια τέχνη ή ένα επάγγελμα: «μου είπατε πως
είναι καλός μηχανικός, αλλά, όταν του πήγα τ’ αυτοκίνητό μου, διαπίστωσα πως ο
άνθρωπος είναι για τα καράβια». Από το ότι, το άτομο που πηγαίνει να δουλέψει
ως ναύτης στα καράβια, δε χρειάζεται να είναι γνώστης κάποιας τέχνης·
- έκατσε
το καράβι, βλ. φρ. έκατσε το πλοίο, λ. πλοίο·
- έπεσαν
έξω τα καράβια σου; ή έπεσαν τα καράβια σου έξω; λέγεται ειρωνικά σε
άτομο που είναι στενοχωρημένο και δε γνωρίζουμε το λόγο, ή λέγεται ειρωνικά σε
άτομο που στενοχωριέται χωρίς σοβαρό λόγο ή αιτία: «γιατί φυσάς κι αναστενάζεις
κάθε τόσο, ρε φιλαράκι, έπεσαν έξω τα καράβια σου;»·
-
έπεσε έξω το καράβι ή
έπεσε το καράβι έξω, α. ναυάγησε σε ξέρα ή σε ακτές, εξόκειλε:
«ήταν τόσο μεγάλη η φουρτούνα, που έπεσε έξω το καράβι». β. (για δουλειές,
εμπορικές επιχειρήσεις) χρεοκόπησε: «ήταν άσχετος ο διευθυντής που έβαλαν να
διευθύνει το εργοστάσιο κι έπεσε το καράβι έξω»·
- έχει
καράβια, είναι κάτοχος καραβιών, είναι εφοπλιστής: «πραγματοποιεί όλες τις
επιθυμίες του, γιατί ο πατέρας του έχει καράβια»·
- η
μάνα του καραβιού, βλ. λ. μάνα·
- καθίζω
το καράβι, βλ. φρ. καθίζω το πλοίο, βλ. λ. πλοίο·
- κάθισε
το καράβι, βλ. συνηθέστ. έκατσε το καράβι·
- με
καρδούλες και καραβάκια, βλ. λ. καρδούλα·
- με
πειράζει το καράβι, βλ. λ. με πιάνει το καράβι·
- μεγάλο
καράβι μεγάλες φουρτούνες, οι μεγάλες επιχειρήσεις, τα μεγαλεπήβολα σχέδια
έχουν και μεγάλες στενοχώριες, μεγάλες δυσκολίες: «μην τον ζηλεύεις που έχει
κοτζάμ εργοστάσιο, γιατί πρέπει να ξέρεις πως μεγάλο καράβι μεγάλες φουρτούνες»·
- με
πιάνει το καράβι, μου προξενεί ναυτία: «εγώ θα ’ρθω στη Ρόδο με τ’
αεροπλάνο, γιατί με πιάνει το καράβι»·
- μικρή
τρύπα βυθίζει μεγάλο καράβι, από μικρή αιτία, από ασήμαντη αφορμή μπορεί να
πάθουμε πολύ μεγάλη ζημιά, μεγάλη συμφορά: «πρέπει να ’σαι συγκροτημένος στη
ζωή σου και να θυμάσαι πάντα πως μικρή τρύπα βυθίζει μεγάλο καράβι». Συνών. από
μικρή σπίθα, γίνεται μεγάλη πυρκαγιά·
- μικρό
καράβι παίνευε, μεγάλο καβαλίκευε, άσχετα με το τι λέει κάποιος, όταν
πρόκειται όμως να κάνει κάτι, θα πρέπει να σιγουρεύει κανείς καλά τις ενέργειές
του: «στη ζωή για να προκόψεις πρέπει να πατάς γερά, γι’ αυτό, άσχετα με τα
λόγια σου, μικρό καράβι παίνευε, μεγάλο καβαλίκευε»·
- πίσω
Γιάννη τα καράβια, βλ. λ. Γιάννης·
- ρίχνω
έξω το καράβι ή ρίχνω το καράβι έξω, α. το ναυαγώ σε ξέρα ή
σε ακτές: «ήταν καινούριος καπετάνιος κι όπως επιχειρούσε να μπει στο λιμάνι
του νησιού έριξε έξω το καράβι». β. χρεοκοπώ μια δουλειά, μια εμπορική
επιχείρηση: «πώς να μη ρίξει το καράβι έξω, απ’ τη στιγμή που είχε συνέχεια το
μυαλό του στα ξενύχτια και στα γλέντια!»·
- σαν
δεις καράβι στο βουνό, μουνί είν’ η αιτία, βλ. φρ. τρίχα μουνιού σέρνει
καράβι·
- τα
καράβια θέλουν ναύτες και τ’ αμπέλια αμπελουργούς, βλ. λ. ναύτης·
- τα
σέρνει τρίχα του μουνιού, καράβι δεν τα σούρνει, βλ. συνηθέστ. τρίχα
μουνιού σέρνει καράβι·
- το
βρακί σέρνει καράβι, βλ. φρ. τρίχα μουνιού σέρνει καράβι·
- το
μουνί σέρνει καράβι, βλ. φρ. τρίχα μουνιού σέρνει καράβι·
- το
παλιό καράβι κάνει νερά, α. ο ηλικιωμένος άνθρωπος, χάνει πολλές από
τις ικανότητές του: «στην ηλικία που έφτασα δεν είμαι πια για ερωτικές
περιπέτειες, γιατί το παλιό καράβι κάνει νερά». β. η επιχείρηση που δεν
εκσυγχρονίζεται δεν είναι αποδοτική: «αν δεν ακολουθήσεις το πνεύμα της εποχής
δε βλέπω ν’ αντέχεις στο συναγωνισμό, γιατί πρέπει να ξέρεις πως το παλιό
καράβι κάνει νερά»·
- τρίχα
μουνιού σέρνει καράβι, η γυναίκα, ιδίως η όμορφη, έχει απεριόριστες
δυνατότητες να πετυχαίνει το σκοπό της, γιατί με την ομορφιά της ασκεί έντονη
επιρροή στους άντρες: «ό,τι να βάλει αυτή η γυναίκα στο μυαλό της το
πετυχαίνει, γιατί τρίχα μουνιού σέρνει καράβι». Πρβλ.: το νινί, το νινί, το
νινί σέρνει καράβι και δεν το ’χει καταλάβει. (Λαϊκό τραγούδι). Συνών. σέρνει
ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα.