καραβάνα,
η, ουσ.
[<τουρκ. karavana], ειδικό μεταλλικό σκεύος που χρησιμοποιείται αντί για
πιάτο στο συσσίτιο των στρατιωτών: «ο κάθε στρατιώτης έχει την προσωπική του
καραβάνα». (Λαϊκό τραγούδι: με την καραβάνα τρέχω στην καζάνα κι εφ’
ενός ζυγού)·
- βρέχει
χιονίζει, η καραβάνα γεμίζει, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος έχει
εξασφαλισμένα τα προς το ζην ανεξάρτητα από τις κοινωνικές ή οικονομικές
συνθήκες που επικρατούν: «οι δημόσιοι υπάλληλοι δε στενοχωριούνται για τίποτα,
γιατί βρέχει χιονίζει, η καραβάνα γεμίζει»·
- λόγια
της καραβάνας, βλ. λ. λόγος·
- παλιά
καραβάνα, άνθρωπος πολύπειρος στη ζωή ή σε κάποιο επάγγελμα ή τέχνη: «έχει
μάθει να ξεπερνάει κάθε δυσκολία, γιατί είναι παλιά καραβάνα || για οποιαδήποτε
εμπορική μας απορία, ρωτάμε τον τάδε, που είναι παλιά καραβάνα στο εμπόριο || πάμε
να ρωτήσουμε και τον τάδε, που είναι παλιά καραβάνα στα μηχανολογικά».