καπρίτσιο
κ. καπρίτσο,
το, ουσ. [<ιταλ. capriccio], το καπρίτσιο. 1. ιδιοτροπία,
ιδιορρυθμία, μονομανία, πείσμα, παραξενιά, απαιτητική και εγωιστική στάση,
παράλογη, ιδιότροπη επιθυμία: «τον κακόμαθαν οι γονείς του, γιατί από μικρό
πραγματοποιούσαν κάθε καπρίτσιο του». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι τα ’χεις σ’
όλους καμωμένα, ένα καπρίτσιο μόνον είμ’ εγώ για σένα!). 2.
στον πλ. τα καπρίτσια κ. καπρίτσα, τα ερωτικά πείσματα, τα
ερωτικά νάζια, οι κόνξες: «άσε, επιτέλους, τα καπρίτσια και πες μου το ναι».
(Λαϊκό τραγούδι: που ’χει ρετσίνα δροσερή και όμορφα κορίτσια, μόνο που σε
παιδεύουνε με νάζια και καπρίτσια). 3. οι απότομες και
απρόβλεπτες αλλαγές που ξαφνιάζουν: «αντιμετώπισε με θάρρος όλα τα καπρίτσια
της τύχης του || αυτή τη βδομάδα μας τρέλανε ο καιρός με τα καπρίτσια του || τι
καπρίτσια είναι πάλι αυτά με τη γυναικεία μόδα!»·
-
κάνει καπρίτσια, συμπεριφέρεται
ιδιότροπα, ιδιόρρυθμα, παράξενα, απαιτητικά, παράλογα: «από μικρός είναι
κακομαθημένος, και τώρα που μεγάλωσε, εξακολουθεί και κάνει καπρίτσια»·
- κάνω
καπρίτσια ή κάνω τα καπρίτσια μου, (για γυναίκες) κάνω ερωτικά
πείσματα, ερωτικά νάζια: «όταν αρχίζει αυτή η γυναίκα να κάνει τα καπρίτσια
της, όλους μας ξετρελαίνει». (Λαϊκό τραγούδι: αν είμαι εγώ μποέμισσα εσένα
τι σε νοιάζει; θα κάνω τα καπρίτσια μου και να μη σε πειράζει)·
- κάνω
το καπρίτσιο μου, κάνω την ιδιοτροπία μου, την ιδιορρυθμία μου, την
ιδιόρρυθμη επιθυμία μου: «αν του μπει κάτι στο μυαλό, δεν υπάρχει περίπτωση να
μην κάνει το καπρίτσιο του». (Λαϊκό τραγούδι: με θέλεις σαν τον ίσκιο σου,
να κάνεις το καπρίτσιο σου)·
- του
κάνει καπρίτσια, (για γυναίκες) του κάνει ερωτικά πείσματα, ερωτικά νάζια,
του κάνει κόνξες: «τα ’παιξε ο φίλος μας με την τάδε, γιατί του κάνει καπρίτσια
και τον έχει τρελάνει!»·
- του
(της) κάνει όλα τα καπρίτσια, πραγματοποιεί όλες τις ιδιοτροπίες του (της),
της ιδιορρυθμίες του (της), της παράλογες επιθυμίες του (της): «τον αγαπάει
πάρα πολύ και του κάνει όλα τα καπρίτσια || της έχει μεγάλη αδυναμία και της
κάνει όλα τα καπρίτσια».