καπνός1,
ο, πλ. καπνοί,
οι, ουσ. [<αρχ. καπνός], ο καπνός. Ο καπνός του τσιγάρου όταν
εκτοξεύεται με δύναμη από τον καπνιστή στο πρόσωπο κάποιου θεωρείται
προσβλητική ή επιθετική ενέργεια. Όταν όμως ο καπνός αυτός εκτοξευτεί από τον
καπνιστή, ανεξαρτήτου φύλου, στο πρόσωπο κάποιου με απαλό τρόπο τότε σημαίνει
πως τον ξεχώρισε από την παρέα και δηλώνει ερωτικό ενδιαφέρον. (Ακολουθούν 15
φρ.)·
- γίνομαι
καπνός, φεύγω με ταχύτητα από κάπου, ιδίως από φόβο ή δειλία, εξαφανίζομαι:
«μόλις είδε τους μπάτσους να ’ρχονται, έγινε καπνός». (Τραγούδι: θα γίνω
καπνός, θα γίνω αέρας, θα φύγω στο πέρασμα μιας μέρας)·
- δε
βγαίνει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. φρ. χωρίς φωτιά καπνός δε
βγαίνει·
- δε
βγαίνει καπνός χωρίς φωτιά, βλ.
φρ. χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει·
- δεν
υπάρχει καπνός εκεί που δεν υπάρχει φωτιά, βλ. φρ. χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει·
- δεν
υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, βλ.
φρ. χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει·
- κάθε
ξύλο έχει τον καπνό του, κάθε άνθρωπος είναι και ένας ξεχωριστός
χαρακτήρας, μια ξεχωριστή προσωπικότητα: «δεν μπορεί όλοι οι άνθρωποι να έχουν
τον ίδιο χαρακτήρα, γιατί κάθε ξύλο έχει τον καπνό του»·
- με
πήγε καπνός κι αντάρα, φοβήθηκα υπερβολικά, τρομοκρατήθηκα: «μόλις ξέφυγε
τ’ αυτοκίνητο απ’ το δρόμο, με πήγε καπνός κι αντάρα»·
- μου
ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι, θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, θόλωσα: «όταν
είδα να κοροϊδεύει γέρο άνθρωπο, μου ανέβηκαν οι καπνοί στο κεφάλι και τον
έσπασα στο ξύλο»·
- όπου
βγαίνει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. φρ. χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει·
-
όπου υπάρχει καπνός, υπάρχει και φωτιά, βλ. φρ. χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει·
- πάω
κατά καπνού, καταστρέφομαι ολοκληρωτικά, εκμηδενίζομαι, εξαφανίζομαι: «απ’
τη μέρα που πέθανε ο πατέρας, όλη η οικογένεια πήγε κατά καπνού»·
- πνίγω
στον καπνό, (για κλειστούς χώρους) τον γεμίζω εντελώς με καπνό: «κάπνιζαν
δέκα άτομα συνέχεια μέσ’ στο μικρό δωματιάκι και το ’πνιξαν στον καπνό»·
- ...
που πήγε καπνός, λέγεται για κάτι που έγινε με μεγάλη ένταση ή σε
υπερβολικό βαθμό: «έφαγα τόσο πολύ, που πήγε καπνός || ήπιαμε τόσο πολύ, που
πήγε καπνός || κοιμήθηκα τόσο πολύ, που πήγε καπνός». Πολλές φορές, η φρ.
κλείνει με το κι αντάρα·
-
προπέτασμα καπνού, βλ. λ. προπέτασμα·
-
χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει, δε
βγαίνει κάποια φήμη, ιδίως κακή, σε βάρος κάποιου, αν δεν υπάρχει και κάποια
αλήθεια: «για ν’ αναφέρεται συνεχώς τ’ όνομά του, κάπου θα πρέπει να ’ναι κι
αυτός μπλεγμένος σ’ αυτή τη βρομοδουλειά, γιατί χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει».