καπετάν
κ. καπτάν, ο,
άκλ. ουσ. [<καπετάνιος], προσφώνηση ναυτικών ή οπλαρχηγών, που
προηγείται του ονόματός τους και δηλώνει την ιδιότητά τους: «καπετάν Νικόλας ||
καπετάν Μάρκος || καπετάν Άγρας || καπετάν Γιώτης», προσωνυμία του Χαρίλαου
Φλωράκη κατά την αντίσταση και τον εμφύλιο πόλεμο. (Λαϊκό τραγούδι: καπετάν
Αντρέα Ζέππο, χαίρομαι όταν σε βλέπω // Σαρακηνοί και Βενετσιάνοι
πιάνουν και δένουν στο κατάρτι ελόγου μου τον κάπταν-Γιάννη το παλικάρι
τον αντάρτη τον άντρακλα τον πελαγίσο).
- είναι
ο καπετάν ένας, πρόκειται για πολύ αυταρχικό άτομο: «δεν μπορείς να κάνεις
στιγμή μαζί του, γιατί είναι ο καπετάν ένας»·
- καπετάν
φασαρίας, άνθρωπος που δημιουργεί συνεχώς φασαρίες, επεισόδια, ο
ταραχοποιός: «δεν τον θέλει κανείς στην παρέα του, γιατί είναι καπετάν φασαρίας
και δημιουργεί συνεχώς προβλήματα».