καπέλο,
το, ουσ.
[<ιταλ. capello], το καπέλο. 1. η παράνομη αύξηση της τιμής
εμπορεύματος από τον έμπορο και το ποσό αυτής της αύξησης: «το καπέλο
απαγορεύεται δια ροπάλου από την αγορανομία || πόσο καπέλο πλήρωσες γι’ αυτό το
κρέας;». 2. οτιδήποτε έχει το σχήμα καπέλου: «κιτρίνισε το καπέλο του
πορτατίφ, γι’ αυτό αγόρασα ένα καινούριο». 3. όρος του κουμ καν:
«σταμάτησα να παίζω, γιατί είχα βάλει δυο καπέλα». 4. (στη νεοαργκό) το
όργανο της τάξεως, ο αστυνομικός: «μόλις έκαναν οι φοιτητές γιούργια, τα καπέλα
υποχώρησαν πίσω απ’ τις κλούβες τους». Υποκορ. καπελάκι, το (βλ. λ.).
(Ακολουθούν 34 φρ.)·
- αγοράζω
με καπέλο, αγοράζω με παράνομη αύξηση της τιμής του εμπορεύματος από τον
έμπορο, καθώς και αυτό το ποσό που πληρώνω: «αγόρασα κρέας με καπέλο || αγόρασα
κρέας με πενήντα λεπτά καπέλο στο κιλό»·
- αυτό
είν’ άλλο καπέλο, είναι ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική περίπτωση: «το τι θα
κάνεις εσύ στη δουλειά σου, αυτό είν’ άλλο καπέλο, εδώ όμως θα κάνεις ό,τι σου
λέω εγώ». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλη παράγραφος / αυτό
είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλο πράγμα / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά
βαγγέλιο·
-
αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, αφορά
άλλον, είναι υπόθεση άλλου προσώπου: «εγώ είμαι υπεύθυνος σ’ αυτόν τον τομέα·
για όλα τ’ άλλα που λέτε είν’ αλλουνού καπέλο». (Λαϊκό τραγούδι: άντρα εκατό
καράτια πώς τον έκανες κομμάτια, που κι εντάξει σου φερόμουν κι όλα σου τα χάρισα,
τώρα για τα περαιτέρω είναι αλλουνού καπέλο,εγώ πήρα το δικό μου
και καθάρισα)·
- (αυτό)
είναι δικό μου καπέλο, είναι προσωπική μου υπόθεση, αφορά μόνο εμένα: «το
τι θα κάνω εγώ, αυτό είναι δικό μου καπέλο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ.
ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το εντελώς ή το καθαρά. Συνών. (αυτό)
είναι δική μου δουλειά / (αυτό) είναι δική μου υπόθεση / (αυτό) είναι δικό μου
ζήτημα / (αυτό) είναι δικό μου θέμα / (αυτό) είναι δικό μου πρόβλημα / (αυτό)
είναι δικός μου λογαριασμός·
- βάζω
καπέλο, α. αυξάνω παράνομα την τιμή εμπορεύματος: «όσοι ξέρουν, δεν
ψωνίζουν απ’ τον τάδε, γιατί βάζει καπέλο σ’ όλα τα εμπορεύματά του». β.
(για κουμ καν) περνώ το επιτρεπτό όριο συγκέντρωσης βαθμών (καίγομαι) και
συνεχίζω το παιχνίδι μου με χρηματικό πρόστιμο·
- βάζω
το καπέλο μου στραβά ή βάζω στραβά το καπέλο μου, δε με νοιάζει, δεν
ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «απ’ τη
μέρα που του ’πεσε το λαχείο, έβαλε το καπέλο του στραβά»·
- βγάζει
λαγούς απ’ το καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- βγάζω
το καπέλο μου και το πατώ, α. αναγνωρίζω, παραδέχομαι απόλυτα την
ανωτερότητα κάποιου: «αν μου πεις για τον τάδε, μάλιστα, βγάζω το καπέλο μου
και το πατώ». β. είμαι πάρα πολύ εκνευρισμένος, είμαι εκτός εαυτού:
«όταν με βλέπετε να βγάζω το καπέλο μου και να το πατώ, να μη μου λέτε κουβέντα,
αν θέλετε το καλό σας». Από την εικόνα του πολύ εκνευρισμένου ατόμου, που πάνω
στο θυμό του, στον εκνευρισμό του, επειδή θέλει κάπου να ξεσπάσει, βγάζει και
ποδοπατά το καπέλο του·
- γίναμε
μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- γούστο
μου και καπέλο μου! βλ. λ. γούστο·
- δε
γαμάς ψηλά καπέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα! α. έκφραση
τέλειας αδιαφορίας: «τι θα κάνουμε με την ακρίβεια που υπάρχει στην αγορά; -Δε
γαμείς ψηλά καπέλα, όπως όλοι κι εμείς!». β. έκφραση με την οποία
προτρέπουμε κάποιον να πάψει να ασχολείται με κάτι το οποίο θεωρούμε ότι είναι
ανάξιο, ανόητο: «προσπαθώ να επιδιορθώσω αυτό το ηλεκτρικό σίδερο. -Δε γαμείς
ψηλά καπέλα! Δε βλέπεις ότι είναι παλιά τεχνολογίας;». γ. έκφραση
τέλειας αδιαφορίας για την αριστοκρατία ή για την άρχουσα τάξη: «θα ’ναι
μαζεμένοι όλοι οι επίσημοι. -Δε γαμείς ψηλά καπέλα!»·
- δε
γαμάς ψηλά καπέλα και παπούτσια ελβιέλα! ή δε γαμείς ψηλά καπέλα και
παπούτσια ελβιέλα! ότι και το παραπάνω, με το και παπούτσια ελβιέλα χάριν
ομοιοκαταληξίας·
- δεν
είναι δικό μου καπέλο ή δεν είναι καπέλο μου, α. αυτό για το
οποίο γίνεται λόγος, δεν είναι της αρμοδιότητάς μου: «δεν είναι δικό μου καπέλο
να ελέγχω ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει απ’ το εργοστάσιο». β. δε με
ενδιαφέρει η συγκεκριμένη υπόθεση ή περίπτωση, αδιαφορώ: «απ’ τη στιγμή που
χωρίσαμε τα τσανάκια μας, μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις, γιατί δεν είναι δικό
μου καπέλο». Συνών. δεν είναι δική μου δουλειά ή δεν είναι δουλειά
μου / δεν είναι δική μου υπόθεση ή δεν είναι υπόθεσή μου / δεν είναι
δικό μου ζήτημα ή δεν είναι ζήτημά μου / δεν είναι δικό μου θέμα ή δεν
είναι θέμα μου / δεν είναι δικό μου πρόβλημα ή δεν είναι πρόβλημά μου /
δεν είναι δικός μου λογαριασμός ή δεν είναι λογαριασμός μου·
- δικό
σου καπέλο, δε με ενδιαφέρει και ούτε μου πέφτει λόγος, γιατί αυτό για το
οποίο γίνεται λόγος είναι προσωπικό σου θέμα, προσωπική σου υπόθεση: «ποιο
κόμμα να ψηφίσω στις εκλογές; -Δικό σου καπέλο». Συνών. δική σου δουλειά /
δική σου υπόθεση / δικό σου ζήτημα / δικό σου θέμα / δικό σου πρόβλημα / δικός
σου λογαριασμός·
- έγινα
(σαν) μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- έγινε
μουνί καπέλο η δουλειά ή η δουλειά έγινε μουνί καπέλο, βλ. λ. δουλειά·
-
είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- ένα
για να κρεμώ το καπέλο μου, (για
τάβλι) ειρωνική έκφραση του νικητή του πρώτου παιχνιδιού, για να πειράξει τον
αντίπαλό του, με την έννοια ότι, αφού κέρδισε το πρώτο παιχνίδι, δεν υπάρχει ο
φόβος να χάσει την παρτίδα με 5-0 ή με 7-0, κάτι που θεωρείται πολύ ταπεινωτικό
για έναν καλό ταβλαδόρο·
- έχω
το καπέλο μου στραβά ή
έχω στραβά το καπέλο μου, βλ. φρ. βάζω το καπέλο μου στραβά·
- θα
πάρω το καπέλο μου και θα φύγω, βλ. φρ. θα πάρω το καπελάκι μου και θα
φύγω, λ. καπελάκι·
- θα
σου πέσει το καπέλο; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που αρνείται να μας
βοηθήσει σε μια χειρωνακτική εργασία: «γιατί δε βάζεις κι εσύ ένα χεράκι να
τελειώσω, φοβάσαι πως θα σου πέσει το καπέλο;». Από την εικόνα του ατόμου που,
καθώς σκύβει να σηκώσει κάτι, υπάρχει κίνδυνος να του πέσει το καπέλο του·
- θα
φάω το καπέλο μου, είμαι απολύτως βέβαιος πως τα πράγματα έγιναν ή θα
γίνουν έτσι ακριβώς όπως τα λέω: «αν δε γίνουν τα πράγματα όπως τα λέω, θα φάω
το καπέλο μου». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- κρεμώ
το καπέλο μου, βολεύομαι, περνώ καλά, βρίσκω έτοιμη μια κατάσταση και
επωφελούμαι: «αυτόν μην τον κλαις, γιατί, όπως του’ χει στρωμένη δουλειά ο
πατέρας του, θα μπει και θα κρεμάσει το καπέλο του». Από την εικόνα του άντρα,
που, όταν επιστρέφει στο σπίτι του, κρεμάει το καπέλο του στην κρεμάστρα και
δέχεται τις περιποιήσεις της γυναίκας του χωρίς να συμμετέχει στις δουλειές του
σπιτιού»·
- μαγκιά
μου και καπέλο μου! βλ. λ. μαγκιά·
- παίρνω
το καπέλο μου και φεύγω, βλ. φρ. παίρνω το καπελάκι μου και φεύγω, λ.
καπελάκι·
-
πουλώ με καπέλο, πουλώ με παράνομη αύξηση της τιμής εμπορεύματος: «όσοι
αγοράζουν με καπέλο, είναι κορόιδα || τον έπιασε η αγορανομία, γιατί πουλούσε
κρέας με καπέλο»·
- τα
κάνω μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- τα
ψηλά καπέλα, α. οι επίσημοι κρατικοί παράγοντες, οι κρατικοί
αξιωματούχοι: «μετά το σεισμό ήρθαν τα ψηλά καπέλα για να εκτιμήσουν από κοντά
τις ζημιές». β. οι πλουτοκράτες, η πλουτοκρατία, η αριστοκρατία: «απ’ τη
μέρα που έμπλεξε με τα ψηλά καπέλα, κάνει πως δε μας γνωρίζει»·
- το
’κανα μουνί καπέλο, βλ. λ. μουνί·
- του
’βαλα καπέλο, δεν πλήρωσα το λογαριασμό που του όφειλα ή δεν του επέστρεψα
τα δανεικά: «δεν πάω σ’ αυτό το μαγαζί, γιατί θα με θυμηθεί τ’ αφεντικό που του
’βαλα καπέλο την προηγούμενη φορά || αν είναι κι ο τάδε στην παρέα τους, εγώ
δεν έρχομαι, γιατί του ’βαλα καπέλο κάτι λεφτά που του είχα δανειστεί». Συνών. του
’βαλα φέσι·
- του
βγάζω το καπέλο (μου), αναγνωρίζω, παραδέχομαι την ανωτερότητά του,
αποκαλύπτομαι μπροστά του (και για το λόγο αυτό, βγάζω το καπέλο μου μόλις τον
συναντήσω, ως ένδειξη θαυμασμού, εκτίμησης, σεβασμού ή παραδοχής της
ανωτερότητάς του): «αν μου πεις για τον τάδε, μάλιστα, του βγάζω το καπέλο
μου». (Λαϊκό τραγούδι: πιστεύω είχε στη ζωή γούστο μου κι έτσι θέλω, και οι
ρεμπέτες οι παλιοί του βγάζαν το καπέλο). Το βγάλσιμο του καπέλου ή
το ελαφρό ανασήκωμά του αποτελεί για τους άντρες και τρόπο χαιρετισμού που
είναι ανάλογος με το καπέλο και την κοινωνική τάξη του ατόμου στο οποίο
απευθύνεται. Απλούστερος χαιρετισμός, που μπορεί να θεωρηθεί βιαστικός ή και
αδιάφορος, αποτελεί το ελαφρό άγγιγμα του γύρου του καπέλου με την άκρη του
δείκτη που πετάγεται μπροστά και ξεχωρίζει από τα άλλα δάχτυλα ή το ελαφρό
πιάσιμο με τον αντίχειρα και το δείκτη. Τέλος, μπαίνοντας σε ορισμένους χώρους,
όπως είναι η εκκλησία ή το δικαστήριο, αυτός που φορά καπέλο το βγάζει λόγω
σεβασμού·
- φορώ
το καπέλο μου στραβά ή φορώ στραβά το καπέλο μου, δε με νοιάζει, δεν
ενδιαφέρομαι για τίποτα, ιδίως, γιατί είμαι εξασφαλισμένος οικονομικά: «αυτός
φορά το καπέλο του στραβά, γιατί έχει θείο Αμερικάνο». (Λαϊκό τραγούδι: όταν
με δεις να φορώ στραβά το καπέλο να ξέρεις πως επέτυχε το κόλπο που
εθέλω).