κάπα,
η, ουσ.
[<μσν. κάππα <λατιν. cappa]. 1. αδιάβροχο πανωφόρι με κουκούλα και
χωρίς μανίκια, καμωμένο από χοντρό ύφασμα και τρίχα κατσίκας σε χρήση από τους
χωρικούς, ιδίως από τους τσομπάνους: «ο τσομπανάκος κάθισε πάνω στην κάπα του
κι άρχισε να παίζει τη φλογέρα του || καθώς άρχισε να ψιλοβρέχει, ο τσομπάνης
μαζεύτηκε μέσα στην κάπα του». Συνών. καπότα (1) / λιάρα (1). 2.
μακρύ και φαρδύ γυναικείο πανωφόρι με κουκούλα και χωρίς μανίκια: «επειδή είχε
κρύο, πριν βγει έξω, τυλίχτηκε καλά στην κάπα της»·
- δεν
είναι της κάπας μου μανίκι, βλ. συνηθέστ. δεν είναι της γούνας μου
μανίκι, λ. γούνα·
- είσαι
της κάπας μου μανίκι; βλ. συνηθέστ. είσαι της γούνας μου μανίκι; λ.
γούνα·
- έκαψα
την κάπα μου να μη με τρώνε οι ψείρες, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος,
για να αποφύγει μια ασήμαντη ζημιά, θυσιάζει κάτι πολύτιμο που έχει: «το σφάλμα
είναι καθαρά δικό μου, γιατί για ένα μικρό εμπόδιο έκαψα την κάπα μου να μη με
τρώνε οι ψείρες, κι έχασα ολόκληρη δουλειά μέσ’ απ’ τα χέρια μου»·
- περασμένη
βροχή, κάπα δε χρειάζεται, όταν παρέλθει ο κίνδυνος, δεν υπάρχει λόγος για
καμιά προφύλαξη: «μόλις ηρέμησαν τα πνεύματα και οι δυο παρέες έδωσαν τα χέρια,
αυτός βγήκε απ’ την κρυψώνα του και βολτάριζε αμέριμνος, γιατί περασμένη βροχή,
κάπα δε χρειάζεται»·
- τα
τρία κάπα (του ελληνικού κινηματογράφου), οι πολύ σπουδαίοι σκηνοθέτες
Μιχάλης Κακογιάννης, Νίκος Κούνδουρος και Τάκης Κανελλόπουλος: «τα τρία κάπα
του ελληνικού κινηματογράφου, έδωσαν αριστουργήματα στην ελληνική
κινηματογραφία»·
- την
κάπα μου την κρέμασα στη φυλακή, (στη γλώσσα της αργκό) απειλητική έκφραση
σε κάποιον ότι θα ενεργήσουμε δυναμικά εναντίον του και θα επιστρέψουμε πάλι
στη φυλακή: «εμένα μη μου μπαίνεις στη μύτη, γιατί την κάπα μου την κρέμασα στη
φυλακή»·
- την
κρέμασε την κάπα του, (στη γλώσσα της αργκό) είναι έτοιμος για καβγά,
για μακελειό: «ήταν πολύ αρπαγμένος κι απ’ τη στιγμή που κατάλαβα πως την
κρέμασε την κάπα του, έκανα το κορόιδο κι έκατσα στ’ αβγά μου». (Λαϊκό
τραγούδι: την κάπα του την κρέμασε εδώ και λίγα χρόνια, γι’
αυτό και τον εβγάλανε τρελάκια τα κορόιδα). Από την εικόνα των παλικαριών
του 1821, που, λίγο πριν αρχίσει η μάχη, κρεμούσαν την κάπα τους σε κάποιο κλαδί
δέντρου για να είναι πιο ευκίνητοι, για να μάχονται πιο ελεύθερα·
- τον
έχει της κάπας του μανίκι, βλ. συνηθέστ. τον έχει της γούνας του μανίκι,
λ. γούνα.