καντίνι,
το, ουσ. [<βενετ.
cantin <ιταλ. cantino], λεπτή
μετάλλινη χορδή οργάνου, που παράγει τον οξύτερο ήχο·
- είμαι
στο καντίνι, είμαι καθ’ όλα έτοιμος, είμαι υπ’ ατμόν: «πέρνα να με πάρεις
ό,τι ώρα θέλεις, γιατί εγώ είμαι στο καντίνι»·
- κουρντίζομαι
στο καντίνι, βλ. φρ. κουρντίζομαι στην πένα, λ. πένα. (Λαϊκό
τραγούδι: κουρντίστηκες κυρά μου, στην πένα, στο καντίνι, να
ζήσει κι ο λεβέντης, ο λεβέντης που σε ντύνει)·
- ντύνομαι
στο καντίνι, ντύνομαι άψογα: «κάθε φορά που έχει νυχτερινή έξοδο, ντύνεται
στο καντίνι»·
- στο
καντίνι, πολύ προσεγμένα, πολύ κομψά: «αγόρασε καινούριο κοστούμι κι ήρθε
στο πάρτι μας στο καντίνι»·
- στολίζομαι
στο καντίνι, βλ. φρ. ντύνομαι στο καντίνι.