αλάτι
κ. άλας, το,
ουσ. [<μτγν. ἁλάτιον, υποκορ. του αρχ. ἅλας], το αλάτι. 1. οτιδήποτε
είναι ακριβό, πολύτιμο, ζωτικό: «ο έρωτας είναι το αλάτι της ζωής». 2.
(στη γλώσσα των ναρκωτικών) μια από τις ονομασίες της ηρωίνης. Από το ό,τι η
ηρωίνη έχει το άσπρο χρώμα του αλατιού, αλλά και από το ότι είναι πολύτιμη,
ζωτική για την επιβίωση του χρήστη, όπως το αλάτι για τον άνθρωπο. (Ακολουθούν
16 φρ.)·
- βάζω
αλάτι, βλ. συνηθέστ. βάζω αλατοπίπερο, λ. αλατοπίπερο·
- δε
φοβάται ο παστουρμάς τ’ αλάτι, βλ. λ. παστουρμάς·
- είναι
γλυκός σαν το μέλι και βαρύς σαν τ’ αλάτι, βλ. λ. μέλι·
- είναι
φαγητό χωρίς αλάτι, λέγεται για παράλειψη που γενικά παίζει αρνητικό ρόλο
σε μια εικόνα: «γυναίκα χωρίς στήθος είναι φαγητό χωρίς αλάτι». Από το ότι το
ανάλατο φαγητό είναι άνοστο·
- έμεινα
στήλη άλατος, βλ. λ. στήλη·
- ζωή
χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, βλ. λ. ζωή·
-
νερό κι αλάτι! (ενν. να γίνουν όσα πικρά λόγια ανταλλάξαμε) βλ. λ. νερό·
- όποιος
κατουράει στη θάλασσα, το βρίσκει στο αλάτι, οι κακές συνέπειες από άστοχη
ενέργειά μας μπορεί να εκδηλωθούν μακροπρόθεσμα ή από εκεί που δεν το
περιμένουμε: «δεν μπορεί να με κάνει τίποτα, γιατί έχω πάρει όλα τα μέτρα μου.
-Πρόσεχε, και μην είσαι τόσο σίγουρος, γιατί όποιος κατουράει στη θάλασσα, το
βρίσκει στο αλάτι»·
- ρίχνω
αλάτι, υποτιθέμενη ενέργεια με μαγικές ιδιότητες, που γίνεται με τρόπο,
κρυφά, και αναγκάζει κάποιον επισκέπτη μας που μας έγινε βαρετός από την
πολύωρη παρουσία του να σηκωθεί να φύγει: «επειδή τον είχα δυο ώρες στο γραφείο
μου, έριξα αλάτι μήπως σηκωθεί και φύγει»·
- ρίχνω
αλάτι σε παλιές πληγές, βλ. λ. πληγή·
- σπέρνει
αλάτι, χάνει τον καιρό του, ματαιοπονεί: «ό,τι και να κάνει, να του πεις
πως σπέρνει αλάτι, γιατί χωρίς λεφτά δεν μπορεί να ξεκινήσει καμιά δουλειά»·
- την
αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι, βλ. λ. αλήθεια·
- το
άλας της γης, χαρακτηρίζει κάποιον ή κάτι που είναι μοναδικό, πολύτιμο,
σημαντικό: «η δημοκρατία είναι το άλας της γης || το αγαπάτε αλλήλους είναι το
άλας της γης». Από την επί του Όρους Ομιλία. Πρβλ. ὑμεῖς ἐστε τό ἅλας τῆς γῆς,
(Ματθ. δ΄ 13)·
- τον
κάνω τ’ αλατιού, α. τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «μόλις πέταξε
κάποιο υπονοούμενο για την αδερφή του, τον έπιασε και τον έκανε τ’ αλατιού».
(Τραγούδι: τα παιδιά τους καρτερούσαν του στρατού του λαϊκού και με τις
χειροβομβίδες τους εκάναν τ’ αλατιού).β. τον
αποστομώνω με χειροπιαστά παραδείγματα ή αποδείξεις: «έλεγε ό,τι ήθελε, όταν
όμως του έδειξα την υπογραφή του, τον έκανα τ’ αλατιού»·
- φάγαμε
μαζί ψωμί κι αλάτι, βλ. λ. ψωμί·
- φάε
αλάτι κι έλα στο κρεβάτι, το υπονοούμενο είναι η ερωτική πράξη. Από το ότι
το αλάτι, καθώς ανεβάζει την πίεση, υποβοηθάει τη στύση. Παλαιότερα, όταν η
αγελάδα βρισκόταν σε περίοδο γονιμότητας, της έδιναν να φάει αλάτι για να έχει
αυξημένη επιθυμία για βάτεμα.