καντηλανάφτης,
ο, θηλ. καντηλανάφτισσα,
η, ουσ. [<καντήλι + ανάβω + κατάλ. -της], ο καντηλανάφτης·
- άλλο
ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να
συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να
υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις:
«είσαι με τα καλά σου που θέλεις να συγκρίνεις την αυτοκινητάρα μου με το
κατσαριδάκι σου; Άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης». Για συνών. βλ. φρ. άλλο
ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης, λ. άλλος.