καντάρι,
το, ουσ.
[<ιταλ. cantare ή τουρκ. kantar <ελλ.
κεντηνάριον], είδος φορητής ζυγαριάς· παλιότερη μονάδα βάρους ίση με 44 οκάδες
ή 56,320 κιλά. (Λαϊκό τραγούδι: χίλια καντάρια ζάχαρη κι αν ρίξω στο
ποτό μου, πάλι φαρμάκι θα το πιω, πικρό σαν τον καημό μου)·
- άντρας
μ’ εφτά καντάρια αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει
λεφτά με το καντάρι, βλ. λ. λεφτά·
- και
το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- κρατάει
τα δράμια και χάνει τα καντάρια, λέγεται γι’ αυτούς που προσποιούνται πως
κάνουν λάθος σε έναν λογαριασμό, υπολογισμό για να ωφεληθούν από αυτό το λάθος
τους: «πρόσεχέ τον στη μοιρασιά που θα κάνετε, γιατί, από προσωπική πείρα σου
λέω πως κρατάει τα δράμια και χάνει τα καντάρια»·
- μ’
έκλεψε στο καντάρι, βλ. φρ. μ’ έφαγε στο καντάρι·
- μ’
έφαγε στο καντάρι, α.
με ξεγέλασε με
εξαπάτησε: «στη μοιρασιά που έκανε, μ’ έφαγε στο καντάρι». β. μου έδωσε
εμπόρευμα που ήταν λιγότερα κιλά από αυτά που πλήρωσα, με έκλεψε στο ζύγι: «μου
το ’δωσε για δέκα κιλά, αλλά μ’ έφαγε στο καντάρι, γιατί είναι μόνο εννιά»·
- σεκεμέ
καντάρ, βλ. λ. σεκεμέ.