κανόνι,
το, ουσ.
[<βενετ. canon <λατιν. canna <ελλην. κάννα], το κανόνι. 1. πρόσωπο
ή πράγμα που βρίσκεται σε εξαιρετική, σε ζηλευτή, σε εντυπωσιακή κατάσταση: «γνώρισα
έναν άνθρωπο κανόνι || έχω μια γκόμενα κανόνι || έχω ένα αυτοκίνητο κανόνι». (Τραγούδι:
τάλιρα-τάλιρα χάρτινα τάλιρα με βιτρίνα το Κολοκοτρώνη, τάλιρα-τάλιρα
χάρτινα τάλιρα, γεια σου γέρο του Μοριά κανόνι). 2. η
αδυναμία κάποιου να εξοφλήσει τα χρέη του, η χρεοκοπία : «έχει στενάξει τον
τελευταίο καιρό η αγορά απ’ τα κανόνια διαφόρων εμπόρων». 3. (για
μαθητές) η απόρριψη στις εξετάσεις: «δεν άνοιξε βιβλίο κι όπως πάει, δε θα το
γλιτώσει το κανόνι!». 4. ταξίμετρο που με σχετική επέμβαση ρίχνει τις
μονάδες πολύ πιο γρήγορα από το κανονικό, κι έτσι ο επιβάτης πληρώνει πολύ
περισσότερα από αυτό που πρέπει να πληρώσει: «τον έπιασε η τροχαία, γιατί είχε
κάνει το ταξίμετρό του κανόνι». Συνών. εργαλείο (4) / πολυβόλο (3). 5.
(στη γλώσσα της αργκό) χοντρό, παραγεμισμένο με χασίσι τσιγαριλίκι: «μόλος
έφυγαν οι χαβαλέδες, ο τάδε έστριψε ένα κανόνι, που την καταβρήκαμε!». Συνών. τρίφυλλο
/ πεντάφυλλο. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- βαράω
κανόνι, βλ. φρ. σκάω κανόνι·
- είμαι
κανόνι, α. βρίσκομαι σε υπέροχη ψυχολογική ή οικονομική
κατάσταση: «τον τελευταίο καιρό είμαι κανόνι, γιατί όλα μου έρχονται μια χαρά».
β. είμαι άνθρωπος εξαιρετικός, ζηλευτός, υπέροχος. (Λαϊκό τραγούδι: κορίτσι
μου, είσαι κανόνι, η ομορφιά σου με θαμπώνει). γ.
νιώθω υπέροχα, εξαιρετικά: «τώρα που βολεύτηκα κι εγώ στο Δημόσιο, είμαι
κανόνι»·
- είναι
κανόνι, (για μηχανήματα ή πράγματα) είναι πάρα πολύ καλό, είναι εξαιρετικό,
είναι πάρα πολύ ανθεκτικό. Θυμηθείτε το παλιό διαφημιστικό σλόγκαν της
Cinturato Pirelli: είναι κανόνι, δεν ξεφουσκώνει, σηκώνει βάρη και δεν
κλατάρει·
-
έριξε πορδή και το ’κανε κανόνι, βλ. λ. πορδή·
-
κανόνι νερού, πυροσβεστικό
μηχάνημα εν είδει μικρού κανονιού που βρίσκεται συνήθως πάνω από το κουβούκλιο
του οδηγού πυροσβεστικού οχήματος και εκτοξεύει με μεγάλη δύναμη νερό για την
κατάσβεση της φωτιάς ή για τη διάλυση διαδηλωτών: «ο πυροσβέστης έριχνε με το
κανόνι νερού πάνω στο φλεγόμενο σπίτι || οι διαδηλωτές βρέθηκαν αντιμέτωποι με
το κανόνι νερού της πυροσβεστικής και δεν μπορούσαν να προχωρήσουν»·
-
κανόνια να βαράνε δεν ξυπνάει, βλ. λ. ξυπνώ·
-
περνώ κανόνι, περνώ υπέροχα, εξαιρετικά: «χτες βράδυ πήγαμε στα μπουζούκια
και περάσαμε κανόνι»·
- ρίχνω
κανόνι, βλ. φρ. σκάω κανόνι·
-
σκάω κανόνι, α.
πέφτω έξω
οικονομικά, πτωχεύω, φαλιρίζω, χρεοκοπώ: «τον τελευταίο καιρό έσκασαν πολλά
κανόνια στην αγορά». β. (για μαθητές) αποτυχαίνω στις εξετάσεις,
απορρίπτομαι: «είναι μέσα στα νεύρα του, γιατί ο γιος του έσκασε για δεύτερη
φορά κανόνι στις εξετάσεις»·
- τον
έχω στην μπούκα του κανονιού, βλ. λ. μπούκα·
- χτυπώ
κανόνι, βλ. φρ. βαράω κανόνι.