κανναβούρι,
το, ουσ.
[<μσν. κανναβούριν, υποκορ. του αρχ. κάνναβις + κατάλ. - ούρι(ο)ν], ο
κανναβόσπορος, που χρησιμεύει σαν τροφή για τα ωδικά κυρίως πτηνά που
βρίσκονται σε κλουβί· το χασίσι. (Λαϊκό τραγούδι: βάλτε μου δυο κανναβουριές
να κάνουν κανναβούρια, για να ’ρχονται οι φίλοι μας να γίνονται
μαστούρια)·
- δεν
τρώω κανναβούρι ή δεν τρώμε κανναβούρι, δεν είμαι αφελής,
ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «αυτά μην τα λες σε μένα,
γιατί δεν τρώω κανναβούρι». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ.
κουτόχορτο·
- τρώει
κανναβούρι, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας:
«αφού τρώει κανναβούρι, να του πεις πως μια ζωή θα τον ξεγελούν». Για συνών. βλ.
φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.