κανάλι,
το, ουσ.
[<λατιν. canalis], το κανάλι. 1. αυλάκι, διώρυγα: «το κανάλι του
Σουέζ». 2. ο δίαυλος τηλεπικοινωνιών και μέσων μαζικής ενημέρωσης: «τον
τελευταίο καιρό έχουν δημιουργηθεί ένα σωρό κανάλια στην τηλεόραση». 3. τρόπος
επικοινωνίας ή διοχέτευσης πληροφοριών: «επειδή δε βρέθηκε ένα κανάλι επικοινωνίας
μεταξύ κυβέρνησης και απεργών, οι απεργίες θα συνεχιστούν·
- αλλάζω
κανάλι, αλλάζω τηλεοπτικό σταθμό: «όταν δε μ’ αρέσει κάποιο πρόγραμμα,
παίρνω το τηλεκοντρόλ στο χέρι κι αλλάζω κανάλι»·
- βγάζω
μεγάλο κανάλι, (στη γλώσσα της φυλακής) εκτίω μεγάλη ποινή: «θα κάνω καιρό
ν’ αποφυλακιστώ, γιατί βγάζω μεγάλο κανάλι»·
- μπαίνω
σε κανάλι, α. αντιμετωπίζω δυσκολίες, ιδίως επαγγελματικές και πιο
σπάνια υγείας : «έχω μπει σ’ ένα κανάλι και δεν ξέρω πού θα με βγάλει». β.
βρίσκω πηγή κέρδους ή άλλων ωφελημάτων: «μπήκα σ’ ένα απίθανο κανάλι και τα
κονομάω μια χαρά»·
- περνώ
δύσκολο κανάλι, βλ. φρ. περνώ μεγάλο κανάλι·
- περνώ
μεγάλο κανάλι, αντιμετωπίζω μεγάλες δυσκολίες, ιδίως οικονομικές: «μη μου
ζητάς ούτε δραχμή, γιατί περνώ μεγάλο κανάλι».