καμωμένα,
τα, ουσ. [πλ.
ουδ. της μτχ. καμωμένος του ρ. καμώνομαι], αυτά που έχουν ήδη γίνει, που έχουν
διαπραχθεί από κάποιον ή σε βάρος κάποιου: «δε μιλώ για τα καμωμένα, αυτά
έγιναν, αλλά γι’ αυτά που θα γίνουν». (Λαϊκό τραγούδι: πες μου κακούργα
μάγισσα, τι μου ’χεις καμωμένα και δεν μπορώ ούτε στιγμή να ζω χωρίς
εσένα)·
- καλώς
καμωμένα, συγκατάβαση για ενέργειες που έχουν ήδη γίνει και είχαν είτε
θετικό είτε αρνητικό αποτέλεσμα: «ό,τι έγιναν καλώς καμωμένα, να δούμε τώρα τι
θα κάνουμε από δω και πέρα»·
- μου
’χει πολλά καμωμένα, έχει ενεργήσει κατ’ επανάληψη σε βάρος μου: «δε θα τον
ανεχτώ άλλο, γιατί μου ’χει πολλά καμωμένα». (Λαϊκό τραγούδι: από τα
πολλά που μου ’χεις καμωμένα δε σε θέλω πια, δε σε θέλω πια)·
- όλα
καλώς καμωμένα, βλ. λ. καλώς·
- όλα
τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα ή όλα τα στραβά ψωμιά απ’ τη
νύφη καμωμένα, βλ. λ. νύφη.