καμώματα,
τα, ουσ. [ πλ.
του ουσ. κάμωμα <καμώνω]. 1. ακκισμοί, πείσματα, νάζια, ιδίως από
γυναίκα, για να προκαλέσει κάποιον άντρα. (Λαϊκό τραγούδι: Δημητρούλα,
Δημητρούλα, άσε τα καμώματα, γλέντα το ντουνιά, τώρα που ’σαι νια,
όμορφη Θεσσαλονικιά). 2. ενοχλητική, παράξενη ή επιτηδευμένη συμπεριφορά,
που έχει ως σκοπό να προκαλέσει την προσοχή ή την περιέργεια των άλλων:
«ξαφνικά άρχισε να κάνει κάτι παράξενα καμώματα κι όλοι άρχισαν να τον σχολιάζουν».
3. (ειρωνικά) πράξεις αξιοκατάκριτες, οι αταξίες: «έλα τώρα να σου πω
για τα καμώματα του γιου σου». Συνών. κατορθώματα (3)·
- της
νύχτας τα καμώματα τα βλέπει η μέρα και γελά, βλ. λ. νύχτα·
- τι
καμώματα είν’ αυτά; έκφραση
αγανάκτησης, δυσφορίας ή δυσαρέσκειας για τις άστοχες ενέργειες ή την κακή
συμπεριφορά κάποιου που μας ενοχλεί, που μας προβληματίζει: «επιτέλους, αποφάσισε,
ναι ή όχι. Τι καμώματα είν’ αυτά μια ναι και μια όχι;». (Δημοτικό τραγούδι: -Δεν
την παίρνω. -Θα την πάρεις. -Άλλα λόγια λέτε, ρε παιδιά. Τι καμώματα είν’
ετούτα με το ζόρι παντρειά!). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το δεν
ντρέπεσαι λιγάκι; Συνών. τι πράγματα είν’ αυτά;