καμπούρης,
ο, ουσ.
[<τουρκ. kambur <ελλ. καμπύλος], ο καμπούρης·
- δε
σ’ είπαμε και καμπούρη! δεν υπάρχει και τόσο σπουδαίος λόγος για να
νευριάσεις, για να θυμώσεις. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το καλά ντε ή
το καλά ντε τι βαράς·
- καμπούρη
γράμματα! καζούρα των θεατών στις αίθουσες των λαϊκών κινηματογράφων, που
απευθυνόταν στο μηχανικό του κινηματογράφου, όταν σε ξενόγλωσση ταινία
σταματούσαν να πέφτουν ή αργούσαν να πέσουν οι υπότιτλοι ή όταν λόγω
λογοκρισίας (παλιότερα), ήταν κομμένη η επίμαχη ερωτική σκηνή.