καμπανιά,
η, ουσ.
[<καμπάνα + κατάλ. -ιά]. 1. χτύπημα καμπάνας: «οι καμπανιές απ’ την
εκκλησία του χωριού ακούγονταν σ’ όλον τον κάμπο». 2. δυσάρεστος ή
προειδοποιητικός υπαινιγμός: «πρέπει να του τα πεις χοντρά, γιατί δεν καταλαβαίνει
από καμπανιές αυτός ο άνθρωπος!»·
- του
ρίχνω καμπανιά, τον προειδοποιώ με υπαινιγμό για κάτι κακό που πρόκειται να
του συμβεί, του κάνω νύξη: «δεν πήρε πρέφα την καμπανιά που του ’ριξα και τον
έκαναν τσακωτό οι μπάτσοι την ώρα που έπαιζε τάβλι στο καφενείο»·
- του
χτυπώ καμπανιά, βλ.
συνηθέστ. του ρίχνω καμπανιά.