καμπανάκι,
το, ουσ.
[<υποκορ. του ουσ. καμπάνα], μικρή καμπάνα·
- ηχηρό
καμπανάκι, αυστηρή, έντονη προειδοποίηση: «το ηχηρό καμπανάκι της
Ευρωπαϊκής Ένωσης για το ασφαλιστικό, ανάγκασε την κυβέρνηση να θέσει το θέμα
στα εργατικά συνδικάτα»·
- χτύπησε
καμπανάκι, προειδοποίηση του οργανισμού κάποιου ότι κινδυνεύει η υγεία του,
εκδηλώθηκαν άσχημα, επικίνδυνα συμπτώματα για την υγεία κάποιου: «πάω να κάνω
ένα γενικό τσεκ απ, γιατί μου φαίνεται χτύπησε καμπανάκι με τα πονάκια και τις
ζαλάδες που νιώθω τελευταία»·
- χτυπώ
καμπανάκι ή χτυπώ το καμπανάκι, προειδοποιώ κάποιον για τον κίνδυνο
ή τους κινδύνους που τον παραμονεύουν, ή για τους ενδεχόμενους κινδύνους
μελλοντικής του ενέργειας: «εγώ πάντως σου χτύπησα το καμπανάκι να μην κάνεις
αυτή τη δουλειά, για να μη λες μετά ότι κανείς δε σε προειδοποίησε». Από την
εικόνα του ναύτη που σε περίπτωση κινδύνου, χτυπάει το καμπανάκι για να ενεργοποιήσει
το πλήρωμα.