καμάρα,
η, ουσ.
[<αρχ. καμάρα], η αψίδα: «η Καμάρα της Θεσσαλονίκης»·
- δεν
περνάει ούτε (κάτω) από καμάρα ή δεν μπορεί να περάσει ούτε (κάτω) από
καμάρα, είναι πολύ μεγάλος κερατάς (και ενν. δεν μπορεί να περάσει κάτω από
καμάρα, γιατί τον εμποδίζουν τα κέρατα που έχουν φυτρώσει στο μέτωπό του,
έμβλημα των απατημένων)· βλ. και φρ. δεν μπορεί να περάσει κάτω από πόρτα, λ.
πόρτα.