καλώς,
επίρρ. [του
επιθ. καλός]. α. καλά, σωστά, έτσι όπως πρέπει, σύμφωνοι, εντάξει:
«είναι εντάξει έτσι που το ’κανα; -Καλώς || θα ’ρθεις μαζί μας; -Καλώς». β. επικροτεί
κάποια ενέργειά μας: «τον είδα γέρο άνθρωπο και τον βοήθησα. -Καλώς || επειδή
έβρισε τη μάνα μου, τον πλάκωσα στο ξύλο. -Καλώς». (Ακολουθούν 24 φρ.)·
- έχει
καλώς, α. δηλωτικό συμφωνίας υπό όρους: «αν μου δώσεις το υπόλοιπο
που μου χρωστάς, έχει καλώς, αλλιώς δε θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για τη
δουλειά». β. είμαι σύμφωνος, δέχομαι, εντάξει: «το βράδυ θα ’ρθεις και
συ μαζί μας. -Έχει καλώς». γ. έκφραση ικανοποίησης για την εξέλιξη
κάποιας υπόθεσης ή γεγονότος: «έχουν έρθει όλα τα υλικά κι έτσι μπορούμε να
συνεχίσουμε τη δουλειά. -Έχει καλώς || οι μαθητές διέκοψαν την κατάληψη κι είμαστε
έτοιμοι να ξαναρχίσουμε τα μαθήματα. -Έχει καλώς»·
- καλώς
ή κακώς, ανεξάρτητα από το τι πιστεύουμε ή μας αρέσει, είτε μας αρέσει είτε
όχι: «καλώς ή κακώς αυτόν διάλεξαν ως κατάλληλο για τη διεύθυνση του
εργοστασίου || καλώς ή κακώς αυτόν θέλει να παντρευτεί»·
-
καλώς εχόντων των πραγμάτων, βλ. λ. πρά(γ)μα·
-
καλώς ήρθες! βλ. λ. ήρθα·
- καλώς
μου το! φιλοφρονητική υποδοχή οικείου ή αγαπημένου προσώπου. Συνήθως
επαναλαμβανόμενο και με διάθεση ταχταρίσματος·
- καλώς
μου τον! (την!) ή καλώς τον! (την!) ή καλώς τονε! (τηνε!), α.
φιλοφρονητική υποδοχή οικείου ή αγαπημένου προσώπου: «καλώς μου τον, πού
εξαφανίστηκες τόσον καιρό!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω ή το
βρε διπλασιαζόμενο.β. ειρωνική υποδοχή ατόμου με το οποίο
έχουμε προηγούμενα ή διαφορές να λύσουμε: «επιτέλους, καλώς μου τον, τα ’φερες
τα λεφτά;»·
- καλώς
να ορίσει! είναι ευπρόσδεκτος: «θέλει να ’ρθει να σε δει, αλλά φοβάται
μήπως τον αποπάρεις. -Καλώς να ορίσει!»·
- καλώς
να ορίσετε! φιλοφρονητική πρόσκληση σε οικείο ή αγαπημένο πρόσωπο: «όποτε
θέλετε, καλώς να ορίσετε στο σπιτικό μας!»·
- καλώς
να τα δεχτείτε! βλ. λ. δέχομαι·
- καλώς
όρισες! α. φιλοφρονητική υποδοχή σε οικείο ή αγαπημένο πρόσωπο:
«καλώς όρισες στο σπιτικό μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ω ή
το βρε διπλασιαζόμενο. β. (για πολλούς) καλώς ορίσατε!. (Δημοτικό
τραγούδι: φίλοι καλώς ορίσατε,φίλοι κοπιάστε στο τραπέζι μας
με τα πολλά καλούδια)·
- καλώς
τ’ αρχίδια μας! ή καλώς τ’ αρχίδια μου! ή καλώς τ’ αρχίδια μας τα
δυο! ή καλώς τ’ αρχίδια μου τα δυο! βλ. λ. αρχίδι·
- καλώς
τα δεχτήκαμε! βλ. λ. δέχομαι·
- καλώς
τα δεχτήκατε! βλ. λ. δέχομαι·
- καλώς
τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διω) βλ. λ. μάτι·
- καλώς
τα παιδιά! ή καλώς τα τα παιδιά! βλ. λ. παιδί·
- καλώς
τη γερουσία! βλ. λ. γερουσία·
- καλώς
την εξουσία! βλ. λ. εξουσία·
- καλώς
την πελατεία! βλ. λ. πελατεία·
- καλώς
τηνε τη συμφορά, μονάχα να ’ναι μόνη, βλ. λ. συμφορά·
- καλώς
τηνε την πέρδικα, που περπατεί λεβέντικα! βλ. λ. πέρδικα·
- καλώς
τηνε την πέρδικα τη χαμηλοβλεπούσα! βλ. λ. πέρδικα·
- καλώς
το παιδί! ή καλώς τα παιδιά! βλ. λ. παιδί·
- καλώς
τον δεχτήκατε! βλ. λ. δέχομαι·
- όλα
καλώς καμωμένα, λέγεται στην περίπτωση που σε μια διένεξη ή υπόθεση τα
πάντα έχουν διευθετηθεί όπως έπρεπε, όπως άρμοζε: «τα δυο αδέρφια συμφιλιώθηκαν
κι είναι όλα καλώς καμωμένα || να του πείτε να μην ανησυχεί για τίποτε γιατί
είναι όλα καλώς καμωμένα για την υποδοχή των συγγενών του και δε θα
ντροπιαστεί».