καλύβα,
η, ουσ.
[<αρχ. καλύβη], η καλύβα· πρόχειρο, φτωχικό σπιτάκι: «δεν τολμάει να καλέσει
κανέναν στο σπίτι του, γιατί ζουν σε μια καλύβα». (Λαϊκό τραγούδι: η καρδιά
μου είναι μεγάλη η καλύβα μου μικρή, από σένα κι από μένα άλλος δε
χωράει να μπει). Υποκορ. καλυβάκι, το κ. καλυβούλα, η κ. καλυβίτσα,
η·
- εγώ
κρατώ την κλείδα (το κλειδί) μου και άλλος την καλύβα μου, λέγεται στην
περίπτωση, που ενώ νομίζουμε πως είμαστε οι κυρίαρχοι μιας κατάστασης στην
πραγματικότητα είναι άλλος που ενεργεί μυστικά σε βάρος μας: «μην έχεις την
εντύπωση πως κινείσαι καλά μέσ’ στην αγορά, γιατί απ’ ό,τι καταλαβαίνω, εγώ
κρατώ την κλείδα μου και άλλος την καλύβα μου»·
- η
καλύβα του Καραγκιόζη, βλ. λ. Καραγκιόζης·
-
καλύβα του μπάρμπα-Θωμά, (στη
γλώσσα του ποδοσφαίρου) βλ. συνηθέστ. παράγκα (2). Αναφορά στο κλασικό
μυθιστόρημα της Αμερικανίδας Χάριετ Στόου Μπίτσερ·
- σαν
του γύφτου την καλύβα, λέγεται
ειρωνικά για πολύ φτωχό και ακατάστατο σπίτι: «με προσκάλεσε να πάω στο σπίτι
του αλλά δεν πάω, γιατί είναι σαν του γύφτου την καλύβα».