καλτσάκι,
το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. κάλτσα], συνήθως στον πλ. τα καλτσάκια, οι κάλτσες
νηπίου: «φόρεσε τα καλτσάκια στο παιδί, γιατί κάνει πολύ κρύο»·
- μένω
με τα καλτσάκια, χάνω όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «πήγε κι
έπαιξε με τα χαρτόμουτρα και το πρωί είχε μείνει με τα καλτσάκια»·
- τον
άφησαν με τα καλτσάκια, βλ. φρ. τον άφησαν με τις κάλτσες, λ. κάλτσα·
- του
πήραν και τα καλτσάκια, βλ. φρ. του πήραν και τις κάλτσες, λ. κάλτσα.