καλούπι,
το, ουσ.
[<τουρκ. kalip <αραβ. qālip <ελλην. καλάπους], το καλούπι. (Ακολουθούν
12 φρ.)·
- βγήκαν
απ’ το ίδιο καλούπι, (για πρόσωπα ή πράγματα) μοιάζουν απόλυτα μεταξύ τους:
«δεν είναι αδέρφια, κι όμως δείχνουν σαν να βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι || δυο
διαφορετικές μάρκες αυτοκινήτων, κι όμως, όταν τα βλέπεις από μακριά, νομίζεις
πως βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι»·
- βρίσκεται
στα καλούπια (κάτι), βλ. φρ. είναι στα καλούπια (κάτι)·
- δεν
μπαίνω σε καλούπι ή δεν μπαίνω σε καλούπια, είμαι άτομο που δεν
μπορεί κανείς να περιορίσει τον τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης ή έκφρασής μου:
«είναι τόσο ατίθασο πλάσμα, που και στη δικτατορία δεν μπήκε σε καλούπια»·
- είναι
απ’ το ίδιο καλούπι, βλ. φρ. βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι·
-
είναι κομμένοι απ’ το ίδιο καλούπι, βλ.
φρ. βγήκαν απ’ το ίδιο καλούπι·
- είναι
στα καλούπια (κάτι), μόλις ξεκινάει, μόλις αρχίζει να πραγματοποιείται, να
κατασκευάζεται κάτι: «δεν ξέρω αν θα πάει καλά η δουλειά, γιατί είναι ακόμη στα
καλούπια || το σπίτι είναι ακόμη στα καλούπια». Συνών. είναι στα σκαριά
(κάτι)·
- έχω
στα καλούπια (κάτι), σχεδιάζω, καταστρώνω, προετοιμάζω κάτι, έχω στα
σκαριά: «έχω στα καλούπια μια δουλειά, αλλά δεν ξέρω πώς να την ξεκινήσω, γιατί
δεν υπάρχει το χρήμα». Συνών. έχω στα σκαριά (κάτι)·
-
μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, (για πρόσωπα ή πράγματα) είναι μοναδικός σε ομορφιά
ή σε ικανότητα να κάνει κάτι ή είναι μοναδικό στο είδος του: «έχει μια κόρη
αυτός που βλέπεις που, μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι || είναι τόσο
καλός μηχανικός, που μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι || είναι σπουδαίο
αυτοκίνητο και μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι». Συνών. έναν (μια)
έβγαλε το εργοστάσιο κι έκλεισε·
- μου
’ρθε καλούπι, (για
υποθέσεις ή καταστάσεις) όπως διαμορφώθηκε, με συμφέρει απόλυτα: «ο χωρισμός
του μου ’ρθε καλούπι, γιατί από καιρό λιγουρευόμουν τη γυναίκα του». Συνών. μου
’ρθε αλφάδι / μου ’ρθε γάντι / μου ’ρθε καπάκι / μου ’ρθε κουστούμι / μου ’ρθε
κουτί / μου ’ρθε λαχείο· βλ. και φρ. μου ’ρχεται καλούπι·
- μου
’ρχεται καλούπι, (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) εφαρμόζει ακριβώς στο σώμα
μου, μου ταιριάζει απόλυτα: «το παντελόνι μου ’ρχεται καλούπι || τα παπούτσια
μου ’ρχονται καλούπι». Συνών. μου ’ρχεται αλφάδι / μου ’ρχεται γάντι / μου
’ρχεται κουστούμι / μου ’ρχεται κουτί· βλ. και φρ. μου ’ρθε καλούπι·
-
μπαίνω στο καλούπι, α. περιορίζουν τον τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης ή
έκφρασής μου: «τον καιρό της δικτατορίας οι πιο πολλοί μπήκαν στο καλούπι». β.
υποχρεώνομαι, εξαναγκάζομαι να δουλέψω, να αφήσω τις παλιές κακές συνήθειές μου
και να ζήσω με συνέπεια και τάξη: «μόνο σαν παντρεύτηκε, τ’ αποφάσισε να μπει
στο καλούπι»·
- τη
βάζω στο καλούπι, (για γυναίκες) της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, ιδίως
την ξεπαρθενεύω: «αυτή που βλέπεις, την έβαλα στο καλούπι από τότε που ήταν
ακόμη μαθήτρια». Από την εικόνα του τσαγκάρη που βάζει το στενό παπούτσι σε
ειδικό καλούπι για να ανοίξει·
- τον
βάζω στο καλούπι, α. του περιορίζω τον τρόπο συμπεριφοράς, σκέψης ή
έκφρασής του: «ήρθε η δικτατορία και μας έβαλε όλους στο καλούπι». β.
τον υποχρεώνω, τον εξαναγκάζω να δουλέψει, να αφήσει τις παλιές κακές του
συνήθειες και να ζήσει με συνέπεια και τάξη: «μόνο αυτή η γυναίκα μπόρεσε να
τον βάλει στο καλούπι».