αλαμπουρνέζικα,
τα, ουσ. [πλ.
ουδ. του επιθ. αλαμπουρνέζικος], κουβέντες χωρίς έννοια, χωρίς νόημα, λόγια
κενά, ανόητα, ακατανόητα, ασυνάρτητα: «αν είναι ν’ αρχίσεις πάλι τ’
αλαμπουρνέζικα, καλύτερα να μην πεις τίποτα, γιατί δε θα σε καταλάβει κανένας»·
- μιλώ
αλαμπουρνέζικα, μιλώ χωρίς να μπορεί να καταλάβει κανείς τι λέω, μιλώ
ανόητα, ακατανόητα, ακαταλαβίστικα: «πάψε να μιλάς αλαμπουρνέζικα, ρε παιδάκι
μου, γιατί δεν καταλαβαίνουμε τι λες».