καλορίζικος,
-η, -ο, επιθ.
[από το επίθ. καλός + ουσ. ριζικό (= τύχη)]. 1. που έχει καλό ριζικό,
καλό τυχερό, που είναι τυχερός, καλότυχος: «έτσι καλορίζικο ήταν αυτό το παιδί
απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, γι’ αυτό και πρόκοψε στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: καλορίζικος,
ας είναι καλορίζικος ο καινούριος έρωτάς σου, καλορίζικος, ας είναι
καλορίζικος κι ας με πρόδωσε η καρδιά σου). 2α. το ουδ. στον πλ. ως
ουσ. τα καλορίζικα, ευχές που δίνονται σε κάποιον για κάποιο ευχάριστο
γεγονός που του συνέβη: «έμαθα πως πήρες το δίπλωμά σου κι ήρθα για τα
καλορίζικα». β. το κέρασμα που δίνει αυτός που δέχεται τις ευχές: «πιες
αυτό το λικεράκι για τα καλορίζικα». 3α. ως επιφών. καλορίζικα! και
καλορίζικο! ευχετικό επιφών.σε κάποιον για κάποιο ευχάριστο
γεγονός που του συνέβη: «πήρα το πτυχίο μου. -Καλορίζικα!». β. ευχετικό
επιφών. σε άτομο που απόκτησε κάτι πρόσφατα: «βλέπω πως πήρες καινούριο
αυτοκίνητο, άντε, καλορίζικο!»·
-
κάλλιο οι καλορίζικοι, παρά οι αντρειωμένοι, η τύχη είναι προτιμότερη από την αντρεία: «αφήνω σε
σας τις παλικαριές γιατί εγώ της σχολής κάλλιο οι καλορίζικοι, παρά οι
αντρειωμένοι»·
- καλορίζικος
ο γαμπρός! βλ. λ. γαμπρός.