καλομελετώ
κ. καλομελετάω,
ρ. [<καλο- + μελετώ], εκφράζω συνέχεια την επιθυμία να μου συμβεί κάτι
καλό, πράγμα που, σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη, προκαλεί την πραγματοποίησή
του: «πώς θα ’θελα να ’παιρνε ο γιος μου άδεια απ’ το στρατό και να ’ρχόταν να
τον έβλεπα! -Καλομελέτα εσύ και πού ξέρεις τι γίνεται!·
- καλομελέτα
κι έρχεται! α. προτροπή σε κάποιον να συνεχίσει να εύχεται για την
καλή έκβαση του προβλήματος που τον απασχολεί, να σκέφτεται αισιόδοξα, και θα
πραγματοποιηθεί η επιθυμία του: «είναι καιρός τώρα που παρακαλώ να μου πέσει το
λαχείο, γιατί δεν αντέχω άλλο. -Καλομελέτα κι έρχεται!». β. λέγεται
ειρωνικά στην περίπτωση που κάποιος αναφέρει κάτι που δε θέλει να του συμβεί ή
κάποιον που δε θέλει να συναντήσει, και εμείς γνωρίζουμε ή έχουμε πληροφορίες
ότι πρόκειται αργά ή γρήγορα να του συμβεί ή βλέπουμε το άτομο που δε θέλει να
συναντήσει, να έρχεται: «με κυνηγάει ο τάδε μια εβδομάδα για να του δώσω τα
δανεικά που του χρωστάω, αλλά, ευτυχώς, δεν ξέρει που αράζω. -Καλομελέτα κι
έρχεται, γιατί τον είδα που μιλούσε με τον περιπτερά στη γωνία».