καλοκαιρινός,
-η, -ο, επίθ.
[<μτγν. καλοκαιρινός < καλοκαιρία], καλοκαιρινός. 1. το αρσ. ως
ουσ. ο καλοκαιρινός, ο υπαίθριος θερινός κινηματογράφος: «το βράδυ
είδαμε το τάδε έργο στον καλοκαιρινό της γειτονιάς μας». 2. το ουδ. ως
ουσ. το καλοκαιρινό και στον πλ. τα καλοκαιρινά, το ρούχο, τα
ρούχα που φοριούνται το καλοκαίρι, και που είναι πολύ λεπτό, πολύ λεπτά, και,
κατ’ επέκταση, ιδίως στον ενικό, το πολύ λεπτό ρούχο, που δεν προστατεύει από
το κρύο: «σήμερα η μητέρα μου βγάζει τα καλοκαιρινά || μη φορέσεις αυτό το
παντελόνι, γιατί είναι πολύ καλοκαιρινό και θα κρυώσεις»·
- το
κάνω καλοκαιρινό, καταστρέφω,
γκρεμίζω τα πάντα σε ένα χώρο, ιδίως μαγαζί, από νεύρα, θυμό ή οργή: «μπήκε
νευριασμένος στο μαγαζί και το ’κανε καλοκαιρινό». Αναφορά στο θερινό
κινηματογράφο. Συνών. κάνω καινούριο το μαγαζί ή κάνω το μαγαζί
καινούριο / το κάνω θερινό.