καλοκαίρι,
το, ουσ.
[<μσν. καλοκαίριν, υποκορ. του καλόκαιρος], το καλοκαίρι· ο καλός καιρός, ο
ζεστός καιρός, η καλοκαιρία ανεξαρτήτου εποχής: «Φλεβάρης μήνας κι έξω είναι
καλοκαίρι». Υποκορ. καλοκαιράκι, το (βλ. λ.) (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- από
Μάρτη καλοκαίρι κι από Αύγουστο χειμώνα, βλ. λ. χειμώνας·
- ένα
μυαλό χειμώνα καλοκαίρι! βλ. λ. μυαλό·
- έξω
τα καλοκαίρια, βλ. φρ. χώρια τα καλοκαίρια·
-
έπιασε (το) καλοκαίρι, βλ.
φρ. μας έπιασε (το) καλοκαίρι·
- θρέψε
λύκο το χειμώνα να σε φάει το καλοκαίρι, βλ. λ. λύκος·
- καήκαμε
το καλοκαίρι ή μας έκαψε το καλοκαίρι, υποφέραμε πάρα πολύ από την
υπερβολική ζέστα που έκανε: «μας έκαψε το φετινό καλοκαίρι»·
- καλό
καλοκαίρι! ευχή σε κάποιον να περάσει ευχάριστο καλοκαίρι, ευχάριστες
διακοπές·
- μας
έπιασε (το) καλοκαίρι, καλοκαίριασε: «φέτος μας έπιασε νωρίς το καλοκαίρι».
β. λέγεται και για ζεστό καιρό, άσχετα από την εποχή που διανύουμε: «τι
ζέστη είναι αυτή, ρε παιδιά, μας έπιασε το καλοκαίρι;»·
- μέσα
στην καρδιά του καλοκαιριού, βλ. λ. καρδιά·
- μήτε
Μάρτης καλοκαίρι μήτε Αύγουστος χειμώνας, βλ. λ. Μάρτης·
- ντάλα
καλοκαίρι, βλ. λ. ντάλα·
- ο
Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, βλ. λ. Φλεβάρης·
- στην
καρδιά του καλοκαιριού, βλ. λ. καρδιά·
- φύλαξε
φίδι το χειμώνα να σε δαγκώσει το καλοκαίρι, βλ. λ. φίδι·
-
χιόνι του Δεκέμβρη, χρυσάφι του καλοκαιριού, λέγεται, από τους παλιούς κυρίως, πως αν χιονίσει το
Δεκέμβριο, η σοδειά του σιταριού θα είναι πλούσια·
- χειμώνα
καλοκαίρι, βλ. λ. χειμώνας·
-
χώρια τα καλοκαίρια ή χωρίς τα καλοκαίρια, λέγεται ειρωνικά σε άτομο
που μας δηλώνει την ηλικία του αλλά πολύ πιο μικρή από αυτή που πραγματικά
είναι: «τον άλλο μήνα γίνομαι σαράντα χρονών. -Χώρια τα καλοκαίρια».