καλόγερος
κ. καλόγηρος,
ο, ουσ. [<μσν. καλόγερος <μτγν. καλόγηρος], ο καλόγερος. 1. αυτός
που ζει απομονωμένος από τον κόσμο, από την κοινωνική ζωή: «δεν μπορώ να
καταλάβω, γιατί τα μούντζωσε όλα κι έγινε καλόγερος». 2. αυτός που
έμεινε άγαμος και που γενικά δεν έχει σχέσεις με γυναίκες: «είχε το νου του
συνέχεια στη δουλειά κι έμεινε καλόγερος στη ζωή του». Από το ότι ο καλόγερος
δεν επιτρέπεται να παντρεύεται. 3. σπυρί με απόστημα, ιδίως αυτό που
βγαίνει στο σβέρκο: «έχω βγάλει έναν καλόγερο στο σβέρκο και δεν μπορώ να
γυρίσω το κεφάλι μου». Συνών. βγαλτό. 4. ειδικό έπιπλο όπου
κρεμάμε τα ρούχα: «μόλις μπήκε στο σπίτι, έβγαλε το σακάκι του και το κρέμασε
στον καλόγερο». Υποκορ. καλογεράκι, το. (Ακολουθούν 11 φρ.)·
-
αδειανός καλόγερος τ’ αρχίδια του έλυε κι έδενε, όταν κάποιος δεν έχει να κάνει
κάτι συγκεκριμένο, κάτι ουσιαστικό και ωφέλιμο, τότε ασχολείται με διάφορες
ανοησίες μόνο και μόνο για να περάσει την ώρα του, ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα,
απερίσκεπτα. Συνών. δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του / δουλειά
δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε / δουλειά δεν είχε το μουνί και
μάθαινε τσαγκάρης·
-
αδειανός καλόγερος ψύλλους εμουνούχιζε, βλ. φρ. αδειανός καλόγερος τ’ αρχίδια του έλυε κι
έδενε·
-
δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. λ. δουλειά·
- ζει
σαν καλόγερος, ζει
εντελώς μοναχική ζωή: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, ζει σαν
καλόγερος». Αναφορά στο μοναστικό βίο του καλόγερου·
- θέλω
να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’
στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- μπήκε
ο καλόγερος στο τσουκάλι, λέγεται ειρωνικά για φαγητό που κάηκε: «αντί να
’χει το μυαλό της στην κουζίνα, ήταν συνέχεια καρφωμένη μπροστά στην τηλεόραση,
ώσπου, στο τέλος, μπήκε ο καλόγερος στο τσουκάλι». Παρομοίωση του καμένου
φαγητού με τη μαύρη ενδυμασία του καλόγερου·
- ο
διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε, βλ. λ. διάβολος·
- ο
καλόγηρος είπε το ψάρι φακή και το ’φαγε Σαρακοστή, προβάλλει και την πιο
απίθανη δικαιολογία, προκειμένου να πετύχει το σκοπό του: «όταν θέλει να
πετύχει κάτι σου λέει τα πιο απίθανα πράγματα, αλλά κι ο καλόγηρος είπε το ψάρι
φακή και το ’φαγε Σαρακοστή». Από το ότι η Σαρακοστή είναι περίοδος νηστείας
που διαρκεί σαράντα μέρες πριν από τα Χριστούγεννα. Συνών. βαφτίζει το κρέας
ψάρι·
- ο
καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει, βλ. λ. Θεός·
- το
μοναστήρι να ’ν’ καλά κι από καλογέρους! βλ. λ. μοναστήρι·
-
χόλιασε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα του, ο άνθρωπος πάνω στο θυμό του, στα νεύρα του, μπορεί
να κάνει κακό και στον ίδιο του τον εαυτό: «και τι κατάλαβε που πάνω στα νεύρα
του χτυπούσε το κεφάλι του στον τοίχο; Χόλιασε ο καλόγερος κι έκαψε τα ράσα
του».