καλογερική,
η, ουσ.
[<μσν. καλογηρική, θηλ. του επιθ. καλογηρικός], η καλογερική. 1. ο
τρόπος ζωής ή η ίδια η ζωή του ατόμου που ζει τη μοναστική ζωή: «πήγε στο Άγιο
Όρος για ν’ ακολουθήσει την καλογερική». 2. η κατάσταση του άγαμου
ατόμου: «καλά είναι να γυρίζεις λεύτερος και χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις,
αλλά το βράδυ που πηγαίνεις να κοιμηθείς μονάχος καταλαβαίνεις πως δεν
αντέχεται η καλογερική»·
- βαριά
δουλειά (είναι) η καλογερική, βλ. λ. δουλειά·
- βαριά
η καλογερική, α. η άγαμη ζωή είναι δύσκολη: «καλή είναι η ελευθερία,
δε λέω, αλλά βαριά η καλογερική, μωρ’ αδερφάκι μου!». β. είναι βαρύ το
έργο ή το καθήκον που απαιτεί κόπους, θυσίες, στερήσεις και στενοχώριες: «απ’
τη μέρα που έχασε την περιουσία του κι αναγκάστηκε να βγάλει μονάχος του το
ψωμί του, κατάλαβε πόσο βαριά είναι η καλογερική!»·
-
βαριά η καλογερική μ’ αβάσταχτος ο γάμος, δηλώνει πως και η μοναχική ζωή και ο έγγαμος βίος
είναι δύσκολες καταστάσεις: «μου παραπονιέσαι πως είναι δύσκολο να ζει κανείς
μόνος, ρώτα όμως και μένα τον παντρεμένο, γιατί βαριά η καλογερική μ’
αβάσταχτος ο γάμος». Πρβλ.: όποιος παντρεύεται, μετανιώνει ενενήντα εννιά
τοις εκατό, όποιος δεν παντρεύεται, μετανιώνει εκατό τοις εκατό.