καλντερίμι
κ. καλντιρίμι,
το, ουσ. [<τουρκ. kaldirim]. 1. λιθόστρωτο
δρομάκι από ακατέργαστες μικρές πέτρες: «η παλιά πόλη της Θεσσαλονίκης είναι
γεμάτη από καλντερίμια». 2. (για γυναίκες) ο χώρος δραστηριότητας πόρνης
για αναζήτηση ερωτικού πελάτη: «το καλντερίμι είναι ο χειρότερος ξεπεσμός της
γυναίκας». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρο καλντερίμι κόκκινο φουστάνι, σου
’φαγε τα φράγκα κείνο το τσογλάνι)·
- ανοιχτό
καλντερίμι, (στη γλώσσα της αργκό) α. δρόμος χωρίς εμπόδια, που
μπορεί κανείς να τον διαβεί εύκολα, άφοβα: «έστριψαν στη γωνιά και χάθηκαν,
γιατί βρήκαν ανοιχτό καλντερίμι». β. πορεία μιας δουλειάς ή μιας
υπόθεσης που εξελίσσεται χωρίς δυσκολίες ή απρόοπτα: «μέσα σε λίγο καιρό
τέλειωσα τη δουλειά, γιατί είχα ανοιχτό καλντερίμι»·
- βγαίνω
στο καλντερίμι, (για γυναίκες) βλ. φρ. κάνω καλντερίμι·
- κάνω
καλντερίμι, (για γυναίκες) αναζητώ πελάτη στο δρόμο για να του προσφέρω
έρωτα επί χρήμασι, είμαι πόρνη: «απ’ τη μέρα που έφυγε απ’ το σπίτι της, κάνει
καλντερίμι». Συνών. κάνω πεζοδρόμιο·
- τη
βγάζω στο καλντερίμι, (για γυναίκες) οδηγώ γυναίκα στην πορνεία: «στην αρχή
έκανε τον ερωτευμένο μαζί της μετά όμως την έβγαλε στο καλντερίμι». Συνών. τη
βγάζω στο πεζοδρόμιο.